Δημοσίευσε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, στην οποία εξετάζονται οι εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του 2020. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους κινδύνους ρευστότητας και αγοράς, καλύπτεται η περίοδος έως και τον Απρίλιο του 2021.
Στην έκθεση αυτή, η οποία δημοσιεύεται σε εξαμηνιαία βάση, αξιολογούνται οι εξελίξεις, εντοπίζονται οι κύριοι παράγοντες των συστημικών κινδύνων του εγχώριου τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύεται η λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών (ήτοι συστήματα πληρωμών, κάρτες πληρωμών, κεντρικά αποθετήρια τίτλων και κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι).
Ειδικότερα, η ΤτΕ εκτιμά ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα αντιμετώπισε αποτελεσματικά την κρίση COVID-19 και παρέμεινε ανθεκτικό. Όμως το υψηλό απόθεμα Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) και η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων παραμένουν οι μεγαλύτερες προκλήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διασύνδεσής του με το κράτος.
Η επί μακρόν συνέχιση του περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων και τα υφιστάμενα μέτρα νομισματικής πολιτικής επηρέασαν ευνοϊκά τις συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, συμβάλλοντας στο λειτουργικό του αποτέλεσμα για τη χρήση 2020. Ωστόσο, η οργανική κερδοφορία παρέμεινε χαμηλή, καθώς η αύξηση του μεγέθους των ισολογισμών των τραπεζών δεν αποδίδεται στην αυξημένη προσφορά πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία. Τέλος, η αυξανόμενη διασύνδεση του ελληνικού τραπεζικού τομέα με την κεντρική κυβέρνηση αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνων, καθώς η έκθεση των ελληνικών τραπεζών, μέσω τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, προγραμμάτων χορήγησης εγγυήσεων δανείων και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης, θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για μακρό χρονικό διάστημα.
Επίσης, καθίσταται σαφές ότι η απόσυρση των μέτρων στήριξης θα πρέπει να είναι σταδιακή και κρίνεται επιβεβλημένη η ενισχυμένη παρακολούθηση της διασύνδεσης του κράτους και του τραπεζικού τομέα.