[χρόνος ανάγνωσης 1 λεπτό και 57 δευτ.]
Δεδομένου ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) δεν εμφανίζουν αυτάρκεια σε καμία κατηγορία τροφίμων, υπάρχουν περαιτέρω περιθώρια διείσδυσης των ελληνικών προϊόντων στη διεθνοποιημένη αγορά τους, σημειώνει το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Ντουμπάι, της Ελληνική Πρεσβείας στο Αμπού Ντάμπι.
Ειδικότερα προκειμένου η ελληνική επιχείρηση να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στην άκρως ανταγωνιστική εμιρατινή αγορά τροφίμων, θα πρέπει να προβάλλει τη μοναδικότητα της ελληνικής παραγωγής στον κλάδο των τροφίμων, αναγνωρίζοντας και μελετώντας συνεχώς τις καταναλωτικές τάσεις, που αναδεικνύουν τις αναδυόμενες ευκαιρίες στην αγορά.
Η ενισχυμένη τάση για υγεία και ευεξία που τροφοδοτεί τη ζήτηση για φυτικά τρόφιμα (vegan), λιγότερο επεξεργασμένα ή βιολογικά ευνοεί τις εισαγωγές ελληνικών προϊόντων, των οποίων η ελληνική προέλευση είναι συνυφασμένη με φυσικά συστατικά του μεσογειακού ελληνικού τοπίου.
Παράλληλα, θα πρέπει να τονίζεται η υψηλή θρεπτική αξία των ελληνικών τροφίμων, που αποτελούν ικανοποιητικές υγιεινές πρωτεϊνούχες εναλλακτικές επιλογές.
Το καταναλωτικό κοινό των ΗΑΕ υψηλού εισοδήματος είναι διατεθειμένο να πληρώσει το αντίτιμο για προϊόντα premium υψηλής ποιότητας, ενώ είναι δεκτικό σε γευστικές δοκιμές.
Τέλος, η αυξανόμενη προτίμηση του κοινού στα ΗΑΕ για ηλεκτρονικές αγορές αναμένεται να ενισχύσει τις πωλήσεις ελληνικών τροφίμων στα ΗΑΕ. Τα ηλεκτρονικά καταστήματα παρέχουν την ευκαιρία μεγαλύτερης πληροφόρησης για τα προϊόντα καθώς και επιλογών, ενώ δίνουν τη δυνατότητα εφαρμογής αγορών.
Η αυξανόμενη κατανάλωση τροφίμων, τροφοδοτούμενη από τις καταναλωτικές τάσεις και την αύξηση του πληθυσμού στα ΗΑΕ, καθώς και η διεθνοποίηση της κουζίνας των Εμιράτων οδηγούν σε ευρύτερη επιλογή διατροφικών προϊόντων.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, θα πρέπει να προβληθεί η διαφοροποίηση των ελληνικών τροφίμων από τα ομοειδή τους, κυρίως ως προς την ποιότητα των θρεπτικών συστατικών τους, αλλά και το άρωμα και τη γεύση.
Επιπροσθέτως, αναπόσπαστο κομμάτι της στρατηγικής της ελληνικής επιχείρησης θα πρέπει να είναι η οικοδόμηση της σχέσης του προϊόντος με την επωνυμία, μέσω της εκπαίδευσης των πελατών για τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής των ελληνικών τοπικών ποικιλιών.
Το μάρκετινγκ μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο στην αναγνωρισιμότητα των τροφίμων του brand name Ελλάδα, η οποία θα προσδώσει συνέπεια και συνέχεια στις ελληνικές εξαγωγές.
Ο προγραμματισμός και η υλοποίηση ενός δυναμικού πολυετούς σχεδίου προώθησης των ελληνικών τροφίμων που θα στηρίζεται στο συντονισμό κράτους, φορέων, επιχειρήσεων, με την παράλληλη αξιοποίηση κοινοτικών προγραμμάτων κρίνεται απαραίτητος.
Το σχέδιο αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει εκδηλώσεις γευσιγνωσίας σε εστιατόρια ή άλλους χώρους εστίασης, σεμινάρια μαγειρέματος συνταγών με τα ελληνικά τρόφιμα, γευστικές δοκιμές σε σημεία πώλησης των ελληνικών προϊόντων, καθώς και εκδηλώσεις «Meet the Maker».
Επίσης, η συμμετοχή σε εκθέσεις τροφίμων των ελληνικών επιχειρήσεων κρίνεται απαραίτητη για την προβολή των προϊόντων τους αλλά και για τη μελέτη της αγοράς και τη γνωριμία με επιτόπιους εισαγωγείς, οι οποίοι προτιμούν τις απευθείας γνωριμίες.
Σημαντικός στην προβολή της ελληνικής ετικέτας κρίνεται και ο συντονισμός και η συνεργασία με την ευμεγέθη ελληνική κοινότητα στα ΗΑΕ, κυρίως στο Εμιράτο του Dubai.
Επιπλέον, η ύπαρξη άνω των 30 πλέον ελληνικών εστιατορίων προσθέτει ένα ακόμα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα των Ελλήνων εξαγωγέων.
Εν κατακλείδι, οι ελληνικές επιχειρήσεις προκειμένου να αναπτύξουν την εξαγωγική τους δραστηριότητα στα ΗΑΕ θα πρέπει να προσφέρουν ένα μοναδικό, θελκτικό, αναγνωρίσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον προϊόν στους καταναλωτές, προβάλλοντας την υψηλή ποιότητα, την ασφάλεια, την αυθεντικότητα και την προέλευση των ελληνικών τροφίμων και ποτών με το brand name Ελλάδα.
Αναλυτικά το σημείωμα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων: