[χρόνος ανάγνωσης 59 δευτερόλεπτα]
Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μαδρίτη, η Ισπανία παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους παραγωγούς φρούτων και λαχανικών, κατέχοντας την 7η θέση διεθνώς και ηγούμενη της ευρωπαϊκής παραγωγής με μερίδιο 28,4% το 2022. Η χώρα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τέταρτος σε παγκόσμιο επίπεδο, αντιπροσωπεύοντας το 12% του διεθνούς εμπορίου φρέσκων προϊόντων.
Ο ισπανικός κλάδος φρούτων και λαχανικών διατηρεί σημαντική εξαγωγική δυναμική, με σχεδόν το 50% της παραγωγής να εξάγεται. Παρά τη μείωση του εμπορικού πλεονάσματος το 2022, ο κλάδος αποτελεί την κορυφαία εξαγωγική κατηγορία στον αγροδιατροφικό τομέα της Ισπανίας, συμβάλλοντας καθοριστικά στην οικονομική της ανάπτυξη.
Η καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών καλύπτει περίπου το ένα τέταρτο της γεωργικής παραγωγής της Ισπανίας, απασχολώντας περισσότερους από 200.000 εργαζόμενους άμεσα και άλλους 100.000 έμμεσα. Αν και η ζήτηση για φρέσκα προϊόντα είχε μειωθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης, οι ελληνικές εξαγωγές διατηρούν ισχυρές προοπτικές.
Το ελληνικό ακτινίδιο ξεχωρίζει στην ισπανική αγορά, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την 4η θέση στους εξαγωγείς ακτινιδίου το 2023, πίσω από τη Νέα Ζηλανδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Άλλα ελληνικά φρούτα με δυναμική στην Ισπανία περιλαμβάνουν τα ροδάκινα, τα εσπεριδοειδή, τα καρπούζια, τα σταφύλια, τα δαμάσκηνα και τους ξηρούς καρπούς.
Η ανάπτυξη της αγοράς delicatessen και βιολογικών προϊόντων στην Ισπανία προσφέρει νέες ευκαιρίες για τους Έλληνες εξαγωγείς. Προϊόντα υψηλής ποιότητας, ειδικά βιολογικά, μπορούν να στοχεύσουν την ανώτερη μεσαία ισπανική τάξη, ενισχύοντας τη θέση της Ελλάδας σε αυτή τη διαρκώς εξελισσόμενη αγορά.
Αναλυτικά η μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων: