Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων απέστειλε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021, στον υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα επιστολή αναφορικά με τις προωθούμενες νομοθετικές αλλαγές στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.
Ειδικότερα η Επιστολή:
«Η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την ανασυγκρότηση της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔΙ) είχε καλέσει τις Δικαστικές Ενώσεις στις 6-5-2021 να καταθέσουν τις απόψεις τους σε μία ειδική συνεδρίαση. Η Ένωσή μας αρνήθηκε την συμμετοχή της με το εξής σκεπτικό: «…η συμμετοχή των Δικαστικών Ενώσεων στη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την ΕΣΔΙ θα μπορούσε πραγματικά να συμβάλει με τρόπο ουσιαστικό και εποικοδομητικό στη βελτίωση της υφιστάμενης νομοθεσίας. Αυτό θα ήταν εφικτό να γίνει με τη συστηματική παρακολούθηση των προτάσεων που υποβάλλονται στην Επιτροπή, τον διάλογο μεταξύ των μελών, τη διαρκή ενημέρωσή μας, την τοποθέτησή μας σε επί μέρους ζητήματα που αναλύονται. Ωστόσο ο αποκλεισμός των Ενώσεων από την Επιτροπή και η συστηματική απαξίωσή τους από το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν μπορούν να αναπληρωθούν με μια και μοναδική συμμετοχή που απλά θα νομιμοποιούσε την πρακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης και θα χρησιμοποιούνταν στο μέλλον ως ισχυρισμός περί ουσιαστικής συμμετοχής μας στην διαμόρφωση του νέου πλαισίου λειτουργίας της ΕΣΔΙ».
Την προηγούμενη εβδομάδα μας κοινοποιήθηκε το Σχέδιο της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Στο Σχέδιο αυτό έχουμε να κάνουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
Α) Στο άρθρο 9 προβλέπεται για πρώτη φορά μετά από 27 χρόνια λειτουργίας της Σχολής, η δημιουργία κατεύθυνσης Ειρηνοδικών. Η πρόβλεψη αυτή αποτελεί ιστορική δικαίωση των αγώνων που έδωσε το Προεδρείο της Ένωσης τα τελευταία χρόνια. Αναβαθμίζεται πλέον έμπρακτα ο βαθμός των Ειρηνοδικών και αναγνωρίζεται από την Πολιτεία η ανάγκη να λαμβάνουν ίδιο επίπεδο επιστημονικών γνώσεων με τους Πρωτοδίκες.
Β) Στο άρθρο 12 αντικαθίσταται η γραπτή εξέταση του αντικειμένου της «γενικής παιδείας» με το αντικείμενο της «γενικής νομικής παιδείας» δίνοντας σαφή κατεύθυνση ότι το αντικείμενο οφείλει να έχει απαραίτητα και νομική διάσταση.
Αντίθετα στο επόμενο άρθρο το Σχέδιο αναβαθμίζει τον συντελεστή βαρύτητας του συγκεκριμένου αντικειμένου από το 0,5 στο 1 με το σκεπτικό ότι «οι υποψήφιοι διαγωνίζονται για να ασκήσουν ένα δημόσιο λειτούργημα που για να ασκηθεί με επάρκεια οφείλουν να έχουν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων πέρα από την στενή νομική τους κατάρτιση, κριτική σκέψη, καλλιέργεια, ευελιξία και επαφή με τα κοινωνικά τεκταινόμενα ώστε να αντιλαμβάνονται πληρέστερα το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εκδίκασης των υποθέσεων που θα κληθούν να επιλύσουν στο μέλλον..». Οι δύο αυτές προβλέψεις του Σχεδίου βρίσκονται σε προφανή αναντιστοιχία. Ο υποψήφιος σπουδαστής της ΕΣΔΙ οφείλει πραγματικά να έχει μια ευρύτερη αντίληψη των κοινωνικών και οικονομικών αιτίων που οδηγούν στην ψήφιση μιας νομικής διάταξης. Ως δικαστής πρέπει να έχει μια ευρύτερη κουλτούρα πολιτιστική, αισθητική, φιλοσοφική. Να έχει ιστορικές γνώσεις και κριτική σκέψη για την υφιστάμενη διεθνή κατάσταση. Να μπορεί να αναπτύσσει τις απόψεις του και τα επιχειρήματά του στη βάση της διαλεκτικής σύνθεσης. Υπό την έννοια αυτή συμφωνούμε με την αναβάθμιση του συντελεστή βαρύτητας του μαθήματος. Διαφωνούμε όμως με την στενή οριοθέτησή του σε αντικείμενο «νομικής» παιδείας και την ενίσχυση των τεχνοκρατικών γνώσεων ενός υποψηφίου. Το αίτημα για έναν ευρύτερο ορίζοντα παιδείας του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού, όπως εξειδικεύεται στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 13, αποδυναμώνεται και λειτουργεί παραπλανητικά σε σχέση με τις περιορισμένες απαιτήσεις του άρθρου 12.
Γ) Το άρθρο 23 εισάγει μια εντελώς απαράδεκτη μέθοδο αξιολόγησης των εκπαιδευόμενων, οι οποίοι δεν βαθμολογούνται αλλά κατατάσσονται υποχρεωτικά σε συγκεκριμένες ομάδες: στην ομάδα 1 οι άριστοι που προσδιορίζονται στο 10%, στην ομάδα 2 οι αμέσως επόμενοι που προσδιορίζονται στο 25%, στην ομάδα 3 το 50% των σπουδαστών και στην ομάδα 4 το τελευταίο 15% ένα τμήμα του οποίου κατατάσσεται στην ομάδα 5 και η επίδοσή τους κρίνεται ανεπαρκής με δυνατότητα να επαναλάβουν την πρακτική άσκηση για άλλη μια φορά. Με το σύστημα αυτό δεν «ενισχύεται η ευγενής άμιλλα μεταξύ των σπουδαστών» όπως λέει η εισηγητική έκθεση. Διασπάται η αναγκαία αλληλεγγύη, η ενότητα των σπουδαστών και μελλοντικών συναδέλφων. Ενισχύονται οι αντιπαλότητες, η βαθμοθηρία, το άγχος να μην βρεθεί κάποιος σπουδαστής στην κατηγορία 4 ή 5 ή αντίστροφα η επιδίωξη να καταγραφεί στο 10% των αρίστων. Φτιάχνονται αυστηρά προσδιορισμένες τάξεις ικανοτήτων που πολλές φορές φτάνουν σε άδικα αποτελέσματα. Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο άρθρο μας «προετοιμάζει» για τις αλλαγές που επιθυμεί να εισάγει το Υπουργείο στον ΚΟΔΚΔΛ αναφορικά με τον τρόπο αξιολόγησης των Δικαστικών Λειτουργών. Μιας αξιολόγησης που θα βρίσκεται ενδεχομένως σε άμεση συνάρτηση και με τις προαγωγές. Οι εισηγητές του Σχεδίου δεν εξηγούν για ποιόν ακριβώς λόγο γίνεται αυτή η κατηγοριοποίηση και πως ωφελεί την ποιότητα σπουδών μια διαρκής και συνεχόμενη διαδικασία βαθμολόγησης, δεδομένου ότι ήδη οι σπουδαστές έχουν υποβληθεί τρεις φορές σε εξετάσεις (εισαγωγικού διαγωνισμού, ενδιάμεσου σταδίου και εξετάσεις αποφοίτησης). Έχουμε την άποψη ότι στο στάδιο της εξάμηνης πρακτικής άσκησης το κύριο βάρος πρέπει να δοθεί στην ποιοτική εκπαίδευση και την απόκτηση εμπειρίας ενώ η επιτροπή βαθμολόγησης θα πρέπει να κρίνει μόνο εάν η παρουσία του εκπαιδευόμενου ήταν επιτυχής ή όχι.
Δ) Το άρθρο 4 παρ. 1εε’ υποβαθμίζει τον ρόλο των Δικαστικών Ενώσεων στο ΔΣ της ΕΣΔΙ. Ειδικότερα ενώ μέχρι σήμερα συμμετείχαν ταυτόχρονα δύο Δικαστικές Ενώσεις (μία από την πολιτική – ποινική κατεύθυνση και μία από την διοικητική), το Σχέδιο πλέον προβλέπει τη συμμετοχή μόνο μιας Ένωσης εκ περιτροπής με ενιαύσια θητεία. Η ρύθμιση αυτή θα αποκλείσει για παράδειγμα την Ε.Δ.Ε. και την Ένωση Εισαγγελέων επί τρία χρόνια να συμμετέχουν στην ΕΣΔΙ όσο δηλαδή βρίσκονται στο ΔΣ μέλη της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών του Στε, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των Διοικητικών Δικαστών. Αντίστοιχα προβλήματα θα προκύψουν με την ελλιπή εκπροσώπηση των συναδέλφων της διοικητικής κατεύθυνσης στα δύο χρόνια συμμετοχής της ΕΔΕ και της ΕΕ.
Ε) Στο άρθρο 7 παρ. 2 κρύβεται μια αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση σε βάρος του Αρείου Πάγου και της πολιτικής – ποινικής κατεύθυνσης. Ειδικότερα προβλέπεται ότι εφόσον ο Γενικός Διευθυντής προέρχεται από τον Άρειο Πάγο τότε διευθυντής κατάρτισης και επιμόρφωσης της διοικητικής κατεύθυνσης δεν είναι Πρόεδρος Εφετών ΔΔ αλλά Σύμβουλος Επικρατείας. Δεν υπάρχει ωστόσο αντίστοιχη πρόβλεψη στην περίπτωση που ο Γενικός Διευθυντής προέρχεται από το Συμβούλιο Επικρατείας. Τότε τοποθετείται διευθυντής κατάρτισης και επιμόρφωσης της πολιτικής – ποινικής κατεύθυνσης Πρόεδρος Εφετών και όχι Αρεοπαγίτης. Λόγοι ισοτιμίας και σεβασμού όλων των Ανωτάτων Δικαστηρίων επιβάλουν αντίστοιχη προσαρμογή του Σχεδίου.»