[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά και 48 δευτ.]
Του Γιώργου Ατσαλάκη
Πρόσφατα ανακοινώθηκε ότι οι συναλλαγές μεταξύ Βραζιλίας και Κίνας θα γίνονται στα αμοιβαία νομίσματά τους εγκαταλείποντας το δολάριο. Οι χώρες των BRICS που περιλαμβάνουν την Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία, την Κίνα και τη Νότια Αφρική – αναζητούν να βρουν το δικό τους εναλλακτικό νόμισμα για χρήση στο εμπόριο για να αντικαταστήσουν το δολάριο. Οι περισσότερες από τις χώρες που διαμαρτύρονται για την κυριαρχία του δολαρίου έχουν κεφαλαιακούς ελέγχους σε ισχύ. Τα capital controls αφορούν τόσο την αποτροπή των ξένων από την αγορά ομολόγων μιας χώρας όσο και την αποτροπή της φυγής των κεφαλαίων από μια χώρα. Και οι 2 ειδήσεις έλαβαν σημαντική δημοσιότητα. Γεννάται το ερώτημα αν πράγματι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο;
Δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη σχέση ή ένωση μεταξύ των χωρών των BRICS.
Η Ρωσία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία είναι οικονομικοί νάνοι μπροστά στην Κίνα και την Ινδία. Από τις χώρες αυτές μόνο η Κίνα έχει σημασία για το τι πράγματι μπορεί να κάνει. Η Κίνα αποτελεί το 72% του ΑΕΠ των BRICS, το 80% της ανάπτυξης των BRICS και το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού πλεονάσματος.
Ο παραδοσιακός «εμπειρικός κανόνας» για τις κεντρικές τράπεζες είναι ότι πρέπει να διατηρούν αρκετά συναλλαγματικά αποθέματα για να καλύψουν περίπου 3 μήνες από τις εισαγωγές της χώρας τους ή όλα τα βραχυπρόθεσμα χρέη της. Τα αποθεματικά νομίσματα, από αυτή την προοπτική, είναι ένα ταμείο για έκτακτες καταστάσεις για να διασφαλιστεί ότι μια οικονομία μπορεί να συνεχίσει να συναλλάσσεται και να αποφύγει τη χρεοκοπία εάν υπάρξει κάποια κρίση.
Το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα έχει σημαντική παγκόσμια ζήτηση από τις χώρες που έχουν πλεονάσματα στο εμπορικό τους ισοζύγιο. Χώρες όπως η Κίνα, επενδύουν τα εμπορικά πλεονάσματά τους σε αποθεματικά νομίσματα (δολάριο, ευρώ, λίρα Αγγλίας, γιεν κλπ) και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του εκτός Κίνας διότι αν αφήσουν τα πλεονάσματα να εισρεύσουν στους κατοίκους τους, το νόμισμα τους θα ανατιμηθεί, οι κάτοικοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, οπότε θα αυξήσουν τις εισαγωγές προϊόντων, οπότε θα μειωθεί το εμπορικό τους πλεόνασμα. Περαιτέρω μείωση του εμπορικού πλεονάσματος θα προέλθει από την ανατίμηση του τοπικού νομίσματος καθώς θα αυξηθεί το γουάν και οι εξαγωγές της Κίνας θα γίνουν πιο ακριβές. Ακόμα παραπέρα μείωση του εμπορικού πλεονάσματος θα επέλθει όταν οι άλλες χώρες θα σταματήσουν να εισάγουν από την Κίνα αναζητώντας άλλες φθηνότερες αγορές (π.χ. Βιετνάμ, Μπαγκλαντές κλπ.).
Το δολάριο είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο νόμισμα στο διεθνές εμπόριο, επειδή οι ΗΠΑ έχουν τις βαθύτερες και πιο ευέλικτες χρηματοπιστωτικές αγορές, την πιο σαφή και διαφανή εταιρική διακυβέρνηση και τη χαμηλότερη διάκριση μεταξύ εγχώριων κατοίκων και αλλοδαπών. Δηλαδή έχουν την δυνατότητα να παρέχουν όσα δολάρια τους ζητηθούν ώστε να μην ανατιμάται σημαντικά το δολάριο. Το μερίδιο του γιουάν στη χρηματοδότηση του παγκόσμιου εμπορίου, αυξήθηκε στο 4,5% τον Φεβρουάριο από 1,3% πριν από δύο χρόνια. Αν και αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή, το δολάριο ΗΠΑ εξακολουθεί να αποτελεί το 84% της χρηματοδότησης του παγκόσμιου εμπορίου.
Για να ανταγωνιστεί ένα άλλο νόμισμα με το δολάριο ΗΠΑ, η εγχώρια οικονομία του θα πρέπει να παρέχει παρόμοιες συνθήκες. Δεν υπάρχουν πολλές χώρες στον κόσμο που πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Ο κόσμος χρησιμοποιεί το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα όχι επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγκάζουν τους ανθρώπους να το χρησιμοποιούν, αλλά επειδή ορισμένες από τις μεγαλύτερες οικονομίες έχουν επίμονα εμπορικά πλεονάσματα και οι πλεονασματικές οικονομίες πρέπει να αγοράσουν ξένα περιουσιακά στοιχεία σε αντάλλαγμα για τα πλεονάσματά τους. Οι χώρες βασικά είτε χρησιμοποιούν το νόμισμα που παίρνουν εξάγοντας αγαθά για να εισάγουν αγαθά είτε αποθηκεύουν αυτό το νόμισμα σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία εξωτερικού. Ο «Δρόμος του Μεταξιού» (Belt and Road), για παράδειγμα, επέτρεψε στην Κίνα να διαφοροποιήσουν τα αποθέματά της σε περιουσιακά στοιχεία του εξωτερικού σε όλο τον κόσμο.
Η Κίνα θα μπορούσε θεωρητικά να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία σε άλλες μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες όπως η ΕΕ και η Ιαπωνία, αλλά αυτές οι οικονομίες μαζί με τις περισσότερες προηγμένες, έχουν οι ίδιες επίμονα πλεονάσματα και είναι καθαροί αγοραστές περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό.
Στην περίπτωση που η Κίνα συσσώρευε μεγάλα αποθέματα σε ευρώ αντί για αποθέματα σε δολάρια ΗΠΑ, το ευρώ θα ανατιμηθεί, πράγμα που θα οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών της Ε.Ε., λόγω του ακριβού ευρώ. Για να αποφύγει την ανατίμηση του ευρώ, θα πρέπει να συσσωρεύσει δολάρια για να ισορροπήσει την ζήτηση ευρώ από την Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι τα δολάρια που δεν αγοράζει η Κίνα θα τα αγοράζει Ε.Ε., οπότε όσα δολάρια δεν αγοράζει η Κίνα θα τα αγοράζει η Ε.Ε.
Επίσης η Κίνα δεν μπορεί να κάνει το νόμισμα της αποθεματικό και να παίξει τον ρόλο του δολαρίου, διότι αυτό θα απαιτούσε από την Κίνα να επιτρέπει στους ανθρώπους να εμπορεύονται ελεύθερα το γουάν. Τώρα επί του παρόντος η Κίνα δεν αφήνει την ελεύθερη κυκλοφορία του, επειδή θέλει να κρατά το νόμισμα της υποτιμημένο επειδή είναι οικονομία βασισμένη στις εξαγωγές και, ως εκ τούτου, το υποτιμημένο νόμισμα καθιστά τις δικές της εξαγωγές πιο ανταγωνιστικές.
Η Κίνα έχει επί του παρόντος ένα σύστημα διπλού νομίσματος για να ρυθμίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία των χρημάτων της και να διατηρεί τον έλεγχο των ξένων επενδύσεων. Το κινεζικό Renminbi χρησιμοποιείται για εγχώριες συναλλαγές εντός της ηπειρωτικής Κίνας, ενώ το κινεζικό γιουάν χρησιμοποιείται για διεθνείς συναλλαγές εκτός της ηπειρωτικής χώρας. Αυτό το σύστημα διπλού νομίσματος επιτρέπει στη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας να εμποδίζει τους ξένους επενδυτές να μεταφέρουν χρήματα στην Κίνα και να εμποδίζει τους Κινέζους πολίτες να επενδύουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό.
Οι περισσότερες χώρες αποφεύγουν να γίνει το νόμισμά τους ως αποθεματικό νόμισμα και δεν θέλουν τίποτα από αυτό το «υπερβολικό προνόμιο» που λέγεται ότι το δολάριο δίνει στις ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επωφελούνται απαραίτητα σε μεγάλη κλίμακα από την λειτουργία του νομίσματος ως αποθεματικού. Αμερικανοί εργάτες, αγρότες, παραγωγοί και μικρές επιχειρήσεις πληρώνουν σημαντικό οικονομικό κόστος καθώς η μεταποίηση μετακινείται στο εξωτερικό σε χώρες που έχουν εμπορικά πλεονάσματα. Όμως εάν οι ΗΠΑ τις εισροές από τις πλεονασματικές χώρες τις επενδύσουν αποδοτικά, εξισορροπούν τέτοιες απώλειες.
Η αμφισβήτηση του δολαρίου είναι μέρος ενός διαπολιτισμικού ανταγωνισμού μεταξύ των αυταρχικών κρατών και των ελευθέρων δημοκρατιών, ο οποίος ολοένα και περισσότερο εμφανίζεται να συνασπίζεται εναντίον της «Δύσης» σε διάφορα θέματα. Στην προσπάθεια για να αμφισβητηθεί το δολάριο ΗΠΑ, τα μέλη των BRICS απλώς θα αύξαναν την ήδη σημαντική εξάρτησή τους από την Κίνα.
Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης