Από τα Καλαμπόκια στον ΟΠΕΚΕΠΕ: Ο Μηχανισμός Κακοδιαχείρισης των Κοινοτικών Πόρων στην Ελλάδα

Του Σωκράτη Αργύρη

[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά και 26 δευτ.]

Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικότερα με τους κοινοτικούς πόρους που προέρχονται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), είναι μια σχέση σύνθετη, συχνά αμφίσημη και σε ορισμένες περιπτώσεις αξιοποιούμενη με στρεβλό τρόπο. Ενδεικτικά παραδείγματα αυτής της παθολογίας είναι τόσο το σκάνδαλο με τα «καλαμπόκια» στη δεκαετία του 1980, που οδηγήθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο,  όσο και το πιο πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, που επιβλήθηκε στη χώρα ένα πρόστιμο σχεδόν μισού δις ευρώ,  αναδεικνύουν τη διαχρονική χρήση των ευρωπαϊκών πόρων ως πελατειακού μηχανισμού, και όχι ως αναπτυξιακού εργαλείου.

Η σχέση της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς πόρους –και ειδικά με τα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ)– είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς η θεσμική πρόθεση μπορεί να παρερμηνευτεί και να διαστραφεί, όταν ενταχθεί σε ένα εγχώριο, πελατειακό πλαίσιο. Από το σκάνδαλο του «γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού» μέχρι την πρόσφατη υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ, παρατηρούμε επανάληψη των ίδιων μοτίβων κακοδιαχείρισης, ιδιοποίησης και θεσμικής ανοχής

Αυτό το φαινόμενο, όμως, δεν είναι απλώς πρόβλημα «απάτης». Είναι ενδεικτικό μιας βαθύτερης ασυμβατότητας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές πολιτικές για τη γεωργία και τη διατροφική αλυσίδα, και στην ελληνική πολιτική κουλτούρα γύρω από τη χρήση δημόσιου (ή κοινοτικού) χρήματος.

Στην ευρωπαϊκή οικονομία, ο πρωτογενής τομέας δεν είναι απλώς ένα υπόλειμμα της προνεωτερικότητας. Αντίθετα, αποτελεί:
Τον πρώτο κρίκο της διατροφικής αλυσίδας.
Πηγή ασφάλειας εφοδιασμού και γεωπολιτικής σταθερότητας.
Δεξαμενή τεχνολογικής καινοτομίας (π.χ. agri-tech, precision farming).
Παράγοντα περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.

Η πανδημία COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέδειξαν την ανάγκη αυτονομίας στον αγροδιατροφικό τομέα. Η ΕΕ επαναξιολόγησε την εξάρτησή της από τρίτες αγορές, επενδύοντας περισσότερο σε ανθεκτικά τοπικά παραγωγικά συστήματα.

Συνεπώς, η ΚΑΠ δεν είναι μια γενναιόδωρη επιδότηση. Είναι εργαλείο οικονομικής κυριαρχίας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ευρώπη ελέγχει την τροφή της, την ύπαιθρό της και την παγκόσμια γεωργική της θέση. 

Η ΚΑΠ σήμερα αποτελεί το 31% του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και  θεσμοθετήθηκε για να επιτύχει:
Επαρκή προσφορά τροφίμων σε προσιτές τιμές.
Εισοδηματική στήριξη για τους παραγωγούς.
Ανάπτυξη της υπαίθρου και διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού.
Αειφορία, προστασία του εδάφους, του νερού και της βιοποικιλότητας.
Καινοτομία και ψηφιακή μετάβαση στην αγροτική παραγωγή.

Σε αυτή τη λογική, τα κονδύλια της ΚΑΠ δεν δίνονται ως επιδόματα, αλλά ως επενδύσεις στην ανθεκτικότητα και τη μακροπρόθεσμη αυτάρκεια της ηπείρου. Το «ποιος λαμβάνει τι» βασίζεται σε γεωργικές πρακτικές, περιβαλλοντικά κριτήρια, ποιοτικούς δείκτες και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των περιοχών. 

Στην Ελλάδα, ωστόσο, η ΚΑΠ σπάνια λειτούργησε ως μοχλός εκσυγχρονισμού του αγροτικού τομέα. Από τα σκάνδαλα των δεκαετιών του ’80 και ’90, μέχρι τις ψηφιακές παρατυπίες του ΟΠΕΚΕΠΕ στις μέρες μας, τα κονδύλια χρησιμοποιήθηκαν:  
Ως προεκλογικό εργαλείο.
Για προσλήψεις ημετέρων ή ανάθεση «πληροφορικών συστημάτων» σε ελεγχόμενες εταιρείες. 
Με πλασματικά τιμολόγια, εικονικές εκτάσεις, και μη επιλέξιμες δράσεις. 
Χωρίς αξιολόγηση αποδοτικότητας ή παραγωγικότητας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζεται από ένα μέρος του ελληνικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος ως μακρινός, ηλίθιος χρηματοδότης — και όχι ως θεσμός στρατηγικού σχεδιασμού. Η επιτυχία στην απορρόφηση συγχέεται με την αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση.

Η έννοια του «αγρότη» μετασχηματίστηκε σε διαχειριστή επιδοτήσεων και όχι παραγωγό. Στην πράξη, έχουμε τη δημιουργία ενός παρασιτικού αγροτικού καπιταλισμού, όπου η αγροτική δραστηριότητα υποβαθμίζεται σε πρόσχημα για εισοδηματική ενίσχυση, και οι αληθινοί παραγωγοί μένουν εκτός του συστήματος.

Αυτό το μοντέλο: 
Υπονομεύει τη διατροφική αυτάρκεια. 
Εκτρέφει ανταγωνιστικές ανισότητες.
Θίγει τη νομιμοποίηση της ΕΕ στα μάτια των πολιτών
Μειώνει την εμπιστοσύνη στους ελέγχους, καθώς κυριαρχεί η ατιμωρησία.

Η θεμελιώδης παρεξήγηση είναι πολιτισμική: η Ελλάδα –ή τουλάχιστον ένα μέρος της κρατικής και τοπικής ελίτ– δεν βλέπει την ΕΕ ως εταίρο σε ένα κοινό στρατηγικό σχέδιο, αλλά ως πηγή εύκολου χρήματος. Αυτή η πεποίθηση διαχέεται σε πολλές μορφές: από τον «μικρό» παραγωγό που δηλώνει παραπάνω στρέμματα, έως τον «μεγάλο» πολιτικό που στήνει μηχανισμούς διανομής κονδυλίων σε ψηφοφόρους.

Μια σοβαρή πολιτική για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα προϋποθέτει:
Εκπαίδευση και επαγγελματισμό των παραγωγών.
Διαφανείς μηχανισμούς ελέγχου
, με ανεξαρτησία από πολιτικές επιρροές.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο διοικητικό σύστημα διαχείρισης της ΚΑΠ.
Αλλαγή νοοτροπίας στο πώς αντιλαμβανόμαστε την «αναπτυξιακή βοήθεια».

Ο πρωτογενής τομέας και η ΚΑΠ αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για την ευρωπαϊκή σταθερότητα, διατροφή, περιβαλλοντική ισορροπία και περιφερειακή συνοχή. Όταν χώρες-μέλη, όπως η Ελλάδα, μετατρέπουν αυτά τα εργαλεία σε πεδία ιδιοτελούς κατανομής πόρων, πλήττουν όχι μόνο την εθνική ανάπτυξη αλλά και την ευρωπαϊκή συνοχή.

Χρειάζεται μια νέα αφήγηση για τη γεωργία και την πολιτική της. Όχι ως χώρος επιβίωσης ή επιδότησης, αλλά ως χώρος παραγωγής, καινοτομίας και ευθύνης.

Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (EPPO) το 2021 έχει στόχο να ερευνά, να διώκει και να φέρνει ενώπιον της δικαιοσύνης υποθέσεις απάτης σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ, με έμφαση στην ΚΑΠ, τα διαρθρωτικά ταμεία, και την κατάχρηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων.

Η Ελλάδα, αν και συμμετέχει στον μηχανισμό, δεν έχει μέχρι στιγμής υιοθετήσει πλήρως τη συνεργασία με  ευρωπαϊκή εισαγγελία, όπως το είδαμε και στην περίπτωση της Τραγωδίας των Τεμπών. Τα όρια συνεργασίας με τις εθνικές αρχές παραμένουν θολά, ενώ οι πολιτικές παρεμβάσεις στις εθνικές δικαστικές αρχές λειτουργούν ανασχετικά.

Βέβαια παρόμοια φαινόμενα κακοδιαχείρισης επιδοτήσεων έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρες μέλη: Ουγγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, ακόμη και Ιταλία ή Ισπανία.
Οπότε ο ρόλος του EPPO είναι κομβικός, διότι:
Ενισχύει την ενιαία εφαρμογή δικαίου στην ΕΕ.  
Προωθεί υψηλότερα πρότυπα λογοδοσίας.  
Αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δίκαιη διαχείριση κοινοτικών πόρων.

Η ελληνική περίπτωση είναι διδακτική. Δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο παράδειγμα απάτης, αλλά για ένα δομικό υπόδειγμα ασύμβατης νοοτροπίας με το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Η επαναλαμβανόμενη κακοδιαχείριση (από τα καλαμπόκια ως τον ΟΠΕΚΕΠΕ) καταδεικνύει πως οι ευρωπαϊκές πολιτικές μπορούν να εκφυλιστούν όταν ενταχθούν σε ένα εσωτερικό πλαίσιο ιδιοτέλειας.

Η πρόκληση δεν είναι να ελέγξεις μεμονωμένες παρανομίες, αλλά να μετατοπίσεις το πολιτισμικό παράδειγμα:
από την επιδοτούμενη ανοχή, στην παραγωγική υπευθυνότητα και
από το «πόσα πήραμε», στο «τι παράγουμε και τι προϊόν δημιουργούμε».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω