[χρόνος ανάγνωσης 1 λεπτό και 50 δευτ.]
Αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης των εταιρειών της ευρωζώνης καταγράφεται σε έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας (ΕΚΤ), για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Όσον αφορά το μέλλον, οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ αναμένουν περαιτέρω επιδείνωση της διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων και πιστωτικών ορίων τους επόμενους έξι μήνες, αλλά αναμένουν βελτίωση στη διαθεσιμότητα εσωτερικών κεφαλαίων σε καθαρούς όρους.
Η έκθεση που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023 και παρουσιάζει τα κύρια αποτελέσματα του 28ου γύρου του SAFE στη ζώνη του ευρώ, που διεξήχθη μεταξύ 6 Μαρτίου και 14 Απριλίου 2023 και καλύπτει την περίοδο από τον Οκτώβριο 2022 έως τον Μάρτιο του 2023. Το δείγμα περιλαμβάνει 10.983 επιχειρήσεις, εκ των οποίων 10.085 (92 %) είναι ΜΜΕ (δηλαδή επιχειρήσεις με λιγότερους από 250 εργαζομένους).
Ειδικότερα το 16% των ΜΜΕ ανέφερε επιδείνωση των κερδών, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν υπέδειξαν μεταβολή των κερδών στο ισοζύγιο. Η χαμηλότερη κερδοφορία αντανακλά την άνοδο του κόστους εργασίας, με το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων να αναφέρει αύξηση του κόστους εργασίας (77%) φθάνοντας σε μια νέα ιστορική κορύφωση στην έρευνα. Το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που υποδηλώνουν αύξηση του κόστους για υλικά και ενέργεια (89%) παρέμεινε υψηλό, αν και ήταν ελαφρώς χαμηλότερο από το ποσοστό που αναφέρθηκε στον προηγούμενο γύρο έρευνας. Αυτό αντανακλούσε τη χαλάρωση των σημείων συμφόρησης στην προσφορά, μαζί με την πτώση των τιμών της ενέργειας. Η αύξηση των δαπανών για τόκους είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία, με το καθαρό ποσοστό να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της έρευνας. Οι αυξήσεις στο κόστος εργασίας και στις δαπάνες τόκων αναφέρθηκαν ευρύτερα από τις μεγάλες επιχειρήσεις παρά από τις ΜΜΕ. Οι εταιρείες ανέφεραν κατά μέσο όρο ότι αναμένουν ότι οι τιμές πώλησής τους θα αυξηθούν κατά 6,1% και οι μισθοί των εργαζομένων τους κατά 5,4% τους επόμενους 12 μήνες.
Οι απαντήσεις των εταιρειών σχετικά με τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης και τη διαθεσιμότητα εξακολούθησαν να αντικατοπτρίζουν την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής. Σε σύγκριση με τον προηγούμενο γύρο έρευνας, λιγότερες εταιρείες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν καθαρή αύξηση της ζήτησης για εξωτερική χρηματοδότηση μεταξύ των μέσων, ενώ η διαθεσιμότητα επιδεινώθηκε ελαφρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καθαρό 6% των επιχειρήσεων να ανέφερε διεύρυνση του χρηματοδοτικού κενού (έναντι 9% στον τελευταίο γύρο έρευνας). Η μικρότερη αύξηση του χρηματοδοτικού κενού οφειλόταν κυρίως στο χαμηλότερο καθαρό ποσοστό μεγάλων επιχειρήσεων που σηματοδοτούν μεγαλύτερο χρηματοδοτικό κενό σε αυτόν τον γύρο έρευνας (καθαρό 6%, από 11% τον προηγούμενο γύρο).
Επιπλέον, οι εταιρείες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης. Ειδικότερα, ένα καθαρό 87% ανέφερε υψηλότερα τραπεζικά επιτόκια (από 71% τον προηγούμενο γύρο), αντανακλώντας τη μετάδοση της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων. Ένας ολοκληρωμένος δείκτης του πώς αντιλαμβάνονται οι επιχειρήσεις τις συνθήκες χρηματοδότησης δείχνει συνεχή επιδείνωση (47%), το υψηλότερο από την έναρξη της έρευνας το 2009. Παρά τους αυστηρότερους όρους χρηματοδότησης, το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που ανέφεραν εμπόδια στη λήψη τραπεζικού δανείου παρέμεινε σε γενικές γραμμές αμετάβλητο στο 7%, με καθαρά ποσοστά 5% για τις μεγάλες επιχειρήσεις και 9% για τις ΜΜΕ.