Βεντέτα: μία ανθρωπολογική ανάλυση

Του Σωκράτη Αργύρη


[χρόνος ανάγνωσης 12 λεπτά και 22 δευτ.]

Η βεντέτα, ως μορφή κοινωνικής πρακτικής, έχει αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την κοινωνική και πολιτισμική ανθρωπολογία, καθώς αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται τη δικαιοσύνη, την τιμή και τη συλλογική ταυτότητα. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που συνδέεται με τον κύκλο της βίας, αλλά συγχρόνως εμπεριέχει μια βαθιά πολιτισμική λογική, η οποία υπερβαίνει τη διάσταση της εκδίκησης. Η βεντέτα δεν είναι απλώς πράξη ανταπόδοσης· αποτελεί έναν κοινωνικό μηχανισμό που ρυθμίζει σχέσεις, ορίζει όρια τιμής και διαμορφώνει τους δεσμούς της κοινότητας (Pitt-Rivers, J. (1966). “Honour and Social Status.” In J. G. Peristiany (Ed.), Honour and Shame: The Values of Mediterranean Society (pp. 19–77). University of Chicago Press). 

Ετυμολογικά, ο όρος προέρχεται από το ιταλικό vendetta, το οποίο σημαίνει «εκδίκηση». Παρόμοιες μορφές κοινωνικής δικαιοσύνης απαντώνται ιστορικά σε ποικίλες κοινωνίες, από τις φυλές της Αραβικής χερσονήσου μέχρι τα μεσογειακά χωριά της νότιας Ευρώπης. Στην ουσία, η βεντέτα λειτουργεί ως μηχανισμός ισορροπίας μεταξύ ατόμων ή οικογενειακών ομάδων, όταν η επίσημη κρατική δικαιοσύνη είναι ανύπαρκτη ή αδύναμη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η εκδίκηση δεν είναι προσωπική παρόρμηση, αλλά κοινωνική υποχρέωση. 

Στην ιστορική της πορεία, η βεντέτα ενσωματώνει την έννοια της «τιμής», μιας αξίας κεντρικής για τις κοινωνίες που δεν βασίζονται αποκλειστικά σε θεσμικούς κανόνες, αλλά σε άτυπα δίκτυα συγγένειας και αμοιβαίας υποχρέωσης (Peristiany, J. G. (Ed.). (1965). Honour and Shame: The Values of Mediterranean Society. University of Chicago Press).  

Η τιμή δεν ανήκει αποκλειστικά στο άτομο, αλλά στο σύνολο της οικογένειας ή της ομάδας· επομένως, η προσβολή προς ένα μέλος προσβάλλει ολόκληρη τη συλλογικότητα. Ο μηχανισμός της βεντέτας λειτουργεί έτσι ως μέσο αποκατάστασης της κοινωνικής ισορροπίας μέσα από την πράξη της αντεκδίκησης, η οποία αποδίδει ηθικά το «δίκαιο» εκεί όπου οι κρατικοί θεσμοί αποτυγχάνουν (Black-Michaud, J. (1975). Cohesive Force: Feud in the Mediterranean and the Middle East. Basil Blackwell). 

Αν ανατρέξουμε ιστορικά, η βεντέτα εμφανίζεται ήδη στις πρώτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Στις ομηρικές κοινωνίες, όπως περιγράφονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η τιμή και η εκδίκηση αποτελούν βασικά κίνητρα ανθρώπινης δράσης. Ο Ορέστης, που εκδικείται τον φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα, δεν ενεργεί μόνο από προσωπικό πάθος αλλά εκπληρώνει κοινωνικό καθήκον. Η βεντέτα εκεί αποτελεί ένα είδος «ηθικής οικονομίας», μέσω της οποίας αποκαθίσταται η διαταραγμένη ισορροπία (Moses Finley, Ο κόσμος του Οδυσσέα, 1954). 

Στον Μεσαίωνα, ιδιαίτερα στην Ιταλία και τη Νότια Ευρώπη, η βεντέτα παίρνει οργανωμένη μορφή ανάμεσα σε οικογένειες ή φατρίες. Η ιστορία των Μοντέκι και Καπουλέτων, που απαθανατίστηκε από τον Σαίξπηρ, δεν είναι μυθοπλασία αλλά αντανάκλαση μιας ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας. Η εκδίκηση μεταξύ οικογενειών αποτελούσε τρόπο διατήρησης της ισορροπίας τιμής, ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου η δημόσια εξουσία δεν μπορούσε να εγγυηθεί την απονομή δικαιοσύνης. 

Στις μεσογειακές κοινωνίες, όπως η Μάνη, η Κρήτη ή η Σικελία, η βεντέτα απέκτησε διαχρονικά πολιτισμική σημασία. Εδώ η «ανδρεία» και η «τιμή» συνδέονται άρρηκτα με τη δυνατότητα του άνδρα να υπερασπιστεί την οικογένειά του. Η αποτυχία εκδίκησης θεωρείται κοινωνική ντροπή, ενώ η επιτυχής πράξη αποκατάστασης της τιμής ενισχύει το κύρος της οικογένειας. Έτσι, η βεντέτα δεν είναι μόνο μηχανισμός δικαιοσύνης αλλά και τρόπος παραγωγής ταυτότητας (https://www.columbia.edu/~pp143/histories%20of%20honor%20sh2.htm).  

Η ανθρωπολογική μελέτη του φαινομένου αναδεικνύει ότι η βεντέτα δεν είναι απλώς κοινωνική παθολογία· είναι έκφραση μιας εναλλακτικής λογικής δικαιοσύνης, που στηρίζεται στην αμοιβαιότητα και στην κοινωνική αναγνώριση. Σύμφωνα με τον Max Gluckman (Gluckman, M. (1955). “The Peace in the Feud.” Past and Present), οι πρακτικές εκδίκησης, ακόμη και όταν φαίνονται βίαιες, λειτουργούν ως μέσα κοινωνικής συνοχής, καθώς όλοι οι συμμετέχοντες κατανοούν τους κανόνες που τις διέπουν. Μέσα από αυτή τη λογική, η βεντέτα δεν καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό· αντιθέτως, τον επιβεβαιώνει, διατηρώντας τις ισορροπίες μεταξύ των ομάδων. 

Στην ελληνική περίπτωση, οι ιστορικές συνθήκες (οθωμανική κυριαρχία, έλλειψη κρατικής εξουσίας, τοπικισμός) ενίσχυσαν τη διατήρηση τέτοιων συστημάτων δικαιοσύνης. Ειδικά στη Μάνη, η βεντέτα αποτέλεσε θεσμό σχεδόν «κανονιστικό», με αυστηρούς κανόνες, περιόδους ανακωχής και διαμεσολαβητές που προσπαθούσαν να αποτρέψουν την αιματοχυσία. Η εκδίκηση εδώ δεν προκύπτει από τυφλό πάθος, αλλά από ένα αίσθημα ηθικού καθήκοντος προς την οικογένεια και την κοινωνία (Campbell, J. K. (1964). Honour, Family and Patronage: A Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community. Oxford University Press.)  

Αυτό που καθιστά τη βεντέτα αντικείμενο ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος είναι ακριβώς η διπλή της φύση: αφενός πράξη βίας, αφετέρου κοινωνικά αποδεκτός θεσμός. Μέσα από τη μελέτη της, οι ανθρωπολόγοι επιχειρούν να κατανοήσουν πώς οι κοινωνίες δημιουργούν δικούς τους μηχανισμούς ρύθμισης της σύγκρουσης, ιδιαίτερα όταν το κράτος απουσιάζει. Στην ουσία, η βεντέτα λειτουργεί ως παρα-δικαιοσύνη, μια μορφή «τοπικού δικαίου» (M. Herzfeld, Η ποιητική του ανδρισμού: ανταγωνισμός και ταυτότητα σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, εκδ. Αλεξάνδρεια), που απορρέει από τις πολιτισμικές αξίες και όχι από θεσμοθετημένες αρχές. 

Η ανθρωπολογική ανάλυση, επομένως, δεν προσεγγίζει τη βεντέτα ως εγκληματική συμπεριφορά, αλλά ως πολιτισμικό σύστημα. Στο πλαίσιο αυτό, η εκδίκηση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα νοημάτων που περιλαμβάνει την τιμή, τη ντροπή, τη συγγένεια, και την αλληλεγγύη. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι απλές προσωπικές επιλογές, αλλά ενσωματωμένες κοινωνικές δομές. Ο Pierre Bourdieu στο Esquisse d’ une théorie de la pratique (1972), μιλώντας για το habitus και το συμβολικό κεφάλαιο, [Ο Bourdieu περιγράφει τo habitus (το οποίο μεταφράζεται από μερικούς συγγραφείς ως έξις και από άλλους ως διάθεση ή προδιάθεση) ως ένα σύστημα σχημάτων αντίληψης, σκέψης και δράσης τα οποία αποτελούν προϊόντα της ενεργής παρουσίας των εμπειριών του παρελθόντος, και παράγουν ατομικές και συλλογικές πρακτικές. Το habitus δηλαδή είναι μια δεύτερη φύση, ένας εσωτερικός ορίζοντας που εκδηλώνεται αυθόρμητα, ασυνείδητα και χωρίς πρόθεση], [το συμβολικό κεφάλαιο είναι το κύρος, η φήμη, η αναγνώριση και η αίγλη που συνδέονται με τα άλλα είδη κεφαλαίου (π.χ. οικονομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό)], μας βοηθά να κατανοήσουμε πώς η τιμή και η εκδίκηση λειτουργούν ως μορφές «συμβολικής οικονομίας»· η πράξη εκδίκησης αποδίδει αξία στον φορέα της, ενισχύοντας το κύρος του μέσα στο πεδίο των κοινωνικών ανταγωνισμών. 

Η βεντέτα, με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς κοινωνική πρακτική, αλλά συμβολική πράξη που αναπαράγει την ίδια τη δομή της κοινότητας. Όπως έχει επισημάνει ο Μ. Herzfeld (Ανθρωπολογία μέσα από τον καθρέφτη: κριτική εθνογραφία της Ελλάδας και της Ευρώπης, εκδ. Αλεξάνδρεια), μέσα από τη βεντέτα αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι διαπραγματεύονται την τιμή, τη συγγένεια και τη συλλογική ταυτότητα, επιτελώντας έτσι μια μορφή κοινωνικού «διαλόγου» μέσω της βίας. 

Η ανθρωπολογική ανάλυση της βεντέτας δεν περιορίζεται στην περιγραφή ενός συστήματος βίας, αλλά επιδιώκει να ερμηνεύσει τον πολιτισμικό και κοινωνικό της ρόλο. Η εκδίκηση και η τιμή, ως κεντρικές έννοιες, συνιστούν θεμέλια της κοινωνικής οργάνωσης στις παραδοσιακές μεσογειακές κοινωνίες. Οι θεωρητικοί που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο—όπως οι Pitt-Rivers, Peristiany, Bourdieu, Gluckman και Herzfeld—έδειξαν ότι η βεντέτα αποτελεί έναν τρόπο «επικοινωνίας» μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι ορίζουν την κοινωνική τους θέση, τη συλλογική τους ταυτότητα και τις ηθικές τους υποχρεώσεις. 

Η συμβολή του Julian Pitt-Rivers υπήρξε καθοριστική στη διαμόρφωση του πλαισίου ανάλυσης της τιμής και της ντροπής. Στη μελέτη του για την κοινότητα της Ανδαλουσίας, ο Pitt-Rivers περιγράφει την τιμή ως το επίκεντρο της κοινωνικής ζωής, ως μορφή «ηθικού κεφαλαίου» που καθορίζει το κύρος και την αξία του ατόμου μέσα στην ομάδα. Η τιμή, κατά τον ίδιο, είναι κοινωνικά παραγόμενη· δεν ανήκει στο άτομο αυτόνομα, αλλά επιβεβαιώνεται διαρκώς μέσω της αναγνώρισης από τους άλλους. Έτσι, η απώλεια ή η προσβολή της τιμής απαιτεί την πράξη της αποκατάστασης, που συχνά παίρνει τη μορφή της εκδίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, η βεντέτα δεν είναι μια παρορμητική ή «πρωτόγονη» πράξη· είναι ένα πολιτισμικά κωδικοποιημένο μέσο επαναφοράς της κοινωνικής ισορροπίας. 

Συμπληρωματικά, ο John G. Peristiany, μέσα από τη συλλογική του μελέτη Honour and Shame: The Values of Mediterranean Society, υποστήριξε ότι οι μεσογειακές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα σύστημα αξιών βασισμένο στη διχοτομία «τιμή–ντροπή». Σε αυτό το αξιακό πλαίσιο, η τιμή συνδέεται με την κοινωνική επιβεβαίωση της ανδρικής υπόληψης, ενώ η ντροπή αποτελεί το αντίθετό της, την απώλεια κοινωνικής αξιοπρέπειας. Ο άνδρας οφείλει να προστατεύει την τιμή της οικογένειας, και ειδικότερα τη σεξουαλική τιμή των γυναικών της, καθώς αυτή καθορίζει τη φήμη του συνόλου. Η βεντέτα, επομένως, γίνεται το εργαλείο αποκατάστασης της χαμένης τιμής· πρόκειται για «τελετουργία της τιμής», η οποία καθορίζει τη θέση του ατόμου στο κοινωνικό σύστημα. 

Στο έργο του Max Gluckman, η ανάλυση των συγκρούσεων στις αφρικανικές κοινωνίες προσφέρει ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο για την κατανόηση της βεντέτας. Ο Gluckman υποστηρίζει ότι οι κοινωνικές συγκρούσεις, ακόμα και οι αιματηρές, δεν αποτελούν σημάδι κοινωνικής αποσύνθεσης· αντίθετα, εκφράζουν μια δυναμική ισορροπία που διατηρεί το σύστημα ενωμένο. Υποστηρίζει ότι οι κανόνες που διέπουν τη βεντέτα περιορίζουν τη βία και καθορίζουν ποιος μπορεί να ενεργήσει, πότε και πώς. Επομένως, η βεντέτα δεν είναι άναρχη· είναι μια μορφή «κανόνων της εχθρότητας», που λειτουργούν ως εγγύηση κοινωνικής τάξης. Αυτή η ανάλυση βοήθησε τους μελετητές να δουν τη βεντέτα όχι ως αποτυχία του πολιτισμού, αλλά ως εναλλακτική έκφραση κοινωνικής οργάνωσης.

Σε διαφορετική, αλλά συγγενή θεωρητική κατεύθυνση, ο Pierre Bourdieu  εισήγαγε μια εντελώς νέα οπτική για την κατανόηση της βεντέτας, μέσα από τις έννοιες του habitus,  του συμβολικού κεφαλαίου  και των πρακτικών λογικών, αναλύει πώς οι κοινωνικές πρακτικές –όπως η εκδίκηση, η φιλοξενία, ή η ανταπόδοση– δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητών υπολογισμών, αλλά ενσώματες μορφές γνώσης που παράγονται από το κοινωνικό πεδίο. Η τιμή, για τον Bourdieu, αποτελεί μορφή συμβολικού κεφαλαίου που κυκλοφορεί μέσα σε ένα πεδίο κοινωνικών σχέσεων. Όταν η τιμή προσβάλλεται, το άτομο χάνει όχι μόνο προσωπικό κύρος αλλά και «οικονομική» αξία στο πεδίο της κοινωνικής ανταγωνιστικότητας. Η βεντέτα, λοιπόν, είναι ο μηχανισμός επανόρθωσης της ανισορροπίας στο «συμβολικό εμπόριο» τιμής και κύρους. 

Μέσα από αυτή την οπτική, η πράξη της εκδίκησης δεν είναι τυφλή ανταπόδοση, αλλά μια στρατηγική εντός του κοινωνικού παιχνιδιού, όπου η τιμή λειτουργεί ως νόμισμα. Η τιμή δεν έχει αντικειμενική υπόσταση· αποκτά αξία μόνο μέσω της κοινωνικής αναγνώρισης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Bourdieu επαναπροσδιορίζει τη βεντέτα ως σύστημα ανταλλαγής συμβολικού κεφαλαίου, μια μορφή «κοινωνικής οικονομίας» που λειτουργεί με τους κανόνες της αμοιβαιότητας και της ανταπόδοσης.   

Η συμβολή του Michael Herzfeld  είναι ίσως η πιο καθοριστική για την κατανόηση της βεντέτας στο ελληνικό πλαίσιο. Ο Herzfeld, με βάση την εθνογραφική του εργασία στην Κρήτη, ανέδειξε τη βεντέτα ως ένα πολιτισμικό σύστημα που συνδέει την τοπική ταυτότητα, την ανδρεία και τη μνήμη. Για τους Κρητικούς, η τιμή  και η ανδρεία αποτελούν συμπληρωματικές αξίες που καθορίζουν την ηθική υπόσταση του ατόμου. Ο Herzfeld δείχνει ότι η βεντέτα δεν είναι μια πράξη που απλώς «συμβαίνει»· είναι ένας τρόπος αφήγησης της κοινωνικής πραγματικότητας, ένας «λόγος περί τιμής» που οργανώνει την κοινωνική εμπειρία. 

Στο έργο του Η ποιητική του ανδρισμού, περιγράφει πώς οι αφηγήσεις γύρω από τις βεντέτες λειτουργούν ως πολιτισμική ποίηση της ανδρικής τιμής. Οι άνδρες δεν αποκτούν κύρος μόνο με την πράξη της εκδίκησης, αλλά και με τον τρόπο που η πράξη αυτή αφηγείται, τραγουδιέται ή θυμάται. Η βεντέτα, επομένως, είναι μια «ποιητική της κοινωνικής δράσης», όπου το πολιτισμικό νόημα υπερβαίνει το γεγονός της βίας και μετατρέπεται σε αφήγηση συλλογικής ταυτότητας. Αυτή η οπτική φέρνει στο προσκήνιο τη διάσταση της παράστασης (performance): η τιμή πρέπει να επιδεικνύεται και να αναγνωρίζεται κοινωνικά για να έχει αξία.  

Ο Herzfeld, επηρεασμένος εν μέρει από τη θεωρία του Bourdieu, βλέπει τη βεντέτα ως έναν τρόπο «διαπραγμάτευσης της κοινωνικής ορατότητας». Η εκδίκηση δεν έχει μόνο ηθική σημασία αλλά και πολιτική· είναι ένας τρόπος να δηλωθεί η αυτονομία της τοπικής κοινότητας έναντι της κρατικής εξουσίας. Όπως υποστηρίζει, η βεντέτα στην Κρήτη ή στη Μάνη δεν είναι απλώς υπόλειμμα του παρελθόντος· είναι μια μορφή αντίστασης απέναντι στη γραφειοκρατική λογική του κράτους, που προσπαθεί να επιβάλει ανώνυμους κανόνες δικαιοσύνης σε μια κοινωνία βασισμένη στην τιμή και την προσωπική ευθύνη. 

Η θεωρητική σύνθεση των παραπάνω μελετητών οδηγεί σε μια ευρύτερη κατανόηση της βεντέτας ως πολυεπίπεδου φαινομένου. Από τη μια πλευρά, η βεντέτα συνιστά έναν ηθικό κώδικα, θεμελιωμένο στη σχέση τιμής–ντροπής· από την άλλη, αποτελεί κοινωνικό μηχανισμό οργάνωσης της εξουσίας και του κύρους. Μέσα από την εκδίκηση διαπραγματεύεται η ανδρική ταυτότητα, ενισχύονται οι δεσμοί συγγένειας και αναπαράγεται η ηθική συνοχή της κοινότητας. Η βεντέτα είναι, επομένως, ένα σύστημα ηθικής οικονομίας – ένας τρόπος να ρυθμίζεται η κοινωνική ζωή όχι μέσω νόμων, αλλά μέσω αξιών. 

Συνοψίζοντας, η ανθρωπολογική θεωρία αντιμετωπίζει τη βεντέτα ως πολιτισμική πρακτική με συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες: 
α) ορίζει την τιμή ως κεντρική αξία, 
β) οργανώνει τη συγγένεια και την ανδρική ταυτότητα, 
γ) εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινότητας μέσω της ανταπόδοσης, 
δ) και λειτουργεί ως αντίσταση απέναντι στην ανώνυμη κρατική δικαιοσύνη.

Με βάση αυτή τη θεώρηση, η βεντέτα δεν μπορεί να κατανοηθεί εκτός του κοινωνικού της πλαισίου. 

Όπως γράφει ο Bourdieu, οι κοινωνικές πρακτικές έχουν νόημα μόνο μέσα στο πεδίο που τις παράγει. Έτσι, η βεντέτα αποκτά διαφορετικές μορφές και νοήματα ανάλογα με το πολιτισμικό περιβάλλον, αλλά ο κοινός παρονομαστής παραμένει η τιμή ως μορφή κοινωνικής αξίας και συμβολικού κεφαλαίου. 

Η βεντέτα στην ελληνική κοινωνία έχει αποτελέσει διαχρονικά έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς τρόπους οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων στις περιοχές όπου η κρατική εξουσία δεν είχε πλήρη παρουσία ή νομιμοποίηση. Οι περιοχές της Μάνης και της Κρήτης είναι ίσως τα πιο γνωστά παραδείγματα αυτής της πολιτισμικής πρακτικής. Παρότι το φαινόμενο έχει περιοριστεί αισθητά στη σύγχρονη εποχή, οι πολιτισμικές του λογικές εξακολουθούν να διαμορφώνουν την κοινωνική φαντασία, ιδιαίτερα μέσα από τη συλλογική μνήμη, τη λογοτεχνία και τη δημόσια αφήγηση. 

Στη Μάνη, η βεντέτα αποτελούσε έναν άτυπο αλλά αυστηρά ρυθμισμένο θεσμό. Οι οικογένειες που ενεπλέκοντο σε διαμάχες τηρούσαν κώδικες τιμής που καθόριζαν τόσο τη διάρκεια της εχθρότητας όσο και τις συνθήκες ανακωχής. Οι λεγόμενοι «πύργοι» δεν ήταν μόνο οχυρά, αλλά και σύμβολα του οικογενειακού κύρους και της ανεξαρτησίας. Όπως σημειώνει ο Campbell  η βεντέτα στη Μάνη δεν είχε στόχο την εξόντωση του αντιπάλου αλλά την αποκατάσταση της τιμής· ήταν μια μορφή κοινωνικής επικοινωνίας όπου η βία αποκτούσε τελετουργικό χαρακτήρα. Ο φόνος εκλαμβανόταν ως συμβολική ισοδύναμη ανταπόδοση, όχι ως εγκληματική πράξη. 

Ανάλογα χαρακτηριστικά παρουσιάζει και η Κρήτη, όπου η έννοια της τιμής και της ανδρείας είναι βαθιά ριζωμένες στον πολιτισμό. Στην εθνογραφική του έρευνα, ο Herzfeld  παρατήρησε ότι οι Κρητικοί δεν αντιμετωπίζουν τη βεντέτα ως τυφλή βία, αλλά ως μορφή ηθικής πράξης. Η εκδίκηση είναι υποχρέωση, όχι επιλογή, όταν η τιμή έχει προσβληθεί. Παράλληλα, η διαδικασία συμφιλίωσης —συχνά με τη μεσολάβηση ιερέων ή σεβαστών προσώπων— λειτουργεί ως τελετουργία αποκατάστασης της κοινωνικής ισορροπίας. Η συγχώρεση, όταν επιτευχθεί, δεν αναιρεί τη βεντέτα αλλά την ολοκληρώνει, επαναφέροντας την κοινότητα στη φυσική της τάξη. 

Αυτό που διαφοροποιεί τη βεντέτα στην ελληνική περίπτωση είναι η στενή της σύνδεση με την έννοια της τοπικής αυτονομίας. Οι κοινωνίες της Μάνης και της Κρήτης αναπτύχθηκαν ιστορικά σε συνθήκες μερικής απομόνωσης και σχετικής ανεξαρτησίας από την κεντρική εξουσία. Ο θεσμός της βεντέτας, επομένως, δεν μπορεί να κατανοηθεί ανεξάρτητα από τη σχέση των κοινοτήτων αυτών με το κράτος. Όπως επισημαίνει ο Herzfeld, η βεντέτα λειτουργεί και ως μορφή πολιτικής έκφρασης: μια «αντι-κρατική ηθική», μέσω της οποίας οι άνθρωποι δηλώνουν την αυτονομία τους απέναντι στη νομιμοποιημένη εξουσία του κράτους. Η βεντέτα, υπό αυτή την έννοια, γίνεται πράξη ταυτότητας και αντίστασης.

Η ελληνική κοινωνία του 20ού και 21ου αιώνα βίωσε βαθιές αλλαγές που επηρέασαν άμεσα την ύπαρξη και τη μορφή της βεντέτας. Ο εκσυγχρονισμός του κράτους δικαίου, η ανάπτυξη των μέσων ενημέρωσης και η γενικότερη μετατόπιση των αξιών προς πιο ατομικά και ορθολογικά πρότυπα περιόρισαν τη λειτουργία της τιμής ως συλλογικής αξίας. Ωστόσο, όπως δείχνουν σύγχρονες εθνογραφικές μελέτες, οι συμβολικές εκφάνσεις της βεντέτας παραμένουν ζωντανές. Η έννοια της «τιμής» συνεχίζει να καθορίζει τη συμπεριφορά και την αυτοαντίληψη, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, ακόμα κι αν η εκδίκηση δεν εκδηλώνεται πλέον μέσω βίας (Ευθ. Παπαταξιάρχης (επιμ.): Περιπέτειες της ετερότητας: η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σύγχρονη Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια). 

Η μετάβαση από τη βεντέτα στην «πολιτισμική βεντέτα» είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο Herzfeld  παρατηρεί ότι η λογική της εκδίκησης επανεμφανίζεται με άλλες μορφές: σε πολιτικές αντιπαραθέσεις, τοπικές συγκρούσεις ή ακόμα και στη ρητορική των ΜΜΕ. Ο μηχανισμός της αμοιβαιότητας και της συμβολικής ανταπόδοσης εξακολουθεί να οργανώνει τη δημόσια ζωή. Η τιμή μπορεί πλέον να αφορά την αξιοπρέπεια του πολίτη, τη φήμη ενός πολιτικού ή την υπεράσπιση της εθνικής ταυτότητας, αλλά η δομή του «κύκλου της ανταπόδοσης» παραμένει η ίδια.  

Η ανθρωπολογία μάς διδάσκει ότι οι πολιτισμικές πρακτικές δεν εξαφανίζονται εύκολα· μετασχηματίζονται. Η βεντέτα, ως πολιτισμικό σχήμα, έχει περάσει από το επίπεδο της υλικής πράξης στο επίπεδο της συμβολικής αναπαράστασης. Οι έννοιες της τιμής, της προσβολής και της αποκατάστασης συνεχίζουν να καθορίζουν κοινωνικές αντιλήψεις περί δικαίου και αξιοπρέπειας. Αυτό δείχνει ότι η λογική της βεντέτας δεν ανήκει απλώς στο παρελθόν· αποτελεί ζωντανό στοιχείο της πολιτισμικής μνήμης, που επανεμφανίζεται κάθε φορά που το άτομο ή η κοινότητα αισθάνεται ότι το κράτος δεν αποδίδει δικαιοσύνη. 

Η μελέτη της βεντέτας στην ανθρωπολογία προσφέρει, επομένως, μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνίες οργανώνουν τη βία και τη δικαιοσύνη. Αντί να τη βλέπουμε ως απόκλιση ή παθολογία, μπορούμε να την αντιληφθούμε ως εναλλακτικό σύστημα ηθικής και κοινωνικής τάξης. Όπως υποστήριξε ο P. Bourdieu,  κάθε κοινωνικό πεδίο διαθέτει τους δικούς του κανόνες και μορφές λογικής. Η βεντέτα υπακούει σε μια λογική τιμής και ανταπόδοσης, διαφορετική αλλά όχι παράλογη. Ο Herzfeld συμπληρώνει ότι αυτή η λογική αποκαλύπτει τη βαθιά ανάγκη των ανθρώπων να διατηρούν τον έλεγχο της ηθικής τους αυτονομίας απέναντι στις απρόσωπες δυνάμεις του κράτους και της γραφειοκρατίας. 

Η βεντέτα, επομένως, μπορεί να ιδωθεί ως «καθρέφτης» της κοινωνικής ηθικής. Εκεί όπου η θεσμική δικαιοσύνη αποτυγχάνει, οι άνθρωποι αναζητούν τη δική τους μορφή ισορροπίας. Στην πράξη αυτή εκφράζεται μια μορφή συλλογικού ορθολογισμού: η κοινωνία ρυθμίζει τις συγκρούσεις με βάση τους δικούς της κανόνες, ενισχύοντας παράλληλα την εσωτερική της συνοχή. Αν και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι καταστροφικό, η πρόθεση είναι βαθιά κοινωνική —να διατηρηθεί η τιμή, δηλαδή η ίδια η κοινωνική ύπαρξη της ομάδας. 

Σήμερα, η βεντέτα μπορεί να έχει μετατραπεί σε πολιτισμικό σύμβολο, όμως εξακολουθεί να προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για τη σχέση του ατόμου με την κοινωνία, τη συλλογική ταυτότητα και την έννοια της δικαιοσύνης. Από ανθρωπολογική σκοπιά, η μελέτη της δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά τον τρόπο με τον οποίο κάθε κοινωνία κατασκευάζει και επαναπροσδιορίζει τις αξίες της μέσα στον χρόνο. Η κατανόηση της βεντέτας ως συστήματος αξιών μάς επιτρέπει να δούμε ότι η ηθική, η δικαιοσύνη και η βία δεν είναι καθολικές έννοιες, αλλά πολιτισμικά προσδιορισμένες μορφές κοινωνικής πράξης.  

Η ανάλυση όλων των παραπάνω οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η βεντέτα, παρά τη βία που εμπεριέχει, αποτελεί πρωτίστως έναν λόγο για την κοινωνία: έναν τρόπο μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους, τη θέση τους στον κόσμο και την αίσθηση του δικαίου. Στον πυρήνα της δεν βρίσκεται η εκδίκηση, αλλά η αναζήτηση ισορροπίας· μια ισορροπία που, έστω και μέσα από τη βία, επιδιώκει να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. 

Παρά την εκτεταμένη διεθνή βιβλιογραφία για τη βεντέτα — και ειδικότερα τα έργα του Michael Herzfeld, ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με ζητήματα τιμής, εκδίκησης και κοινωνικών σχέσεων στην Κρήτη — παρατηρείται ένα αξιοσημείωτο κενό στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο.  

Στο άρθρο του “Pride and Perjury: Time and the Oath in the Mountain Villages of Crete”, ο Herzfeld εξετάζει τον ρόλο του όρκου, της τιμής και των κοινωνικών δεσμών στις ορεινές κοινότητες της Κρήτης, αναφερόμενος και σε φαινόμενα όπως οι κλοπές ζώων και οι βεντετικές συμπεριφορές. 

Στο βιβλίο του Η ποιητική του ανδρισμού, ο συγγραφέας μελετά τα κοινοτικά δίκτυα, τις μορφές ανταγωνισμού και τις ανδρικές ταυτότητες σε ένα κρητικό χωριό, όπου η βεντέτα αναδεικνύεται ως πλαίσιο κατανόησης της κοινωνικής ζωής και της τοπικής ηθικής. 

Επιπλέον, στο έργο του A Place in History: Social and Monumental Time in a Cretan Town (1991), ο Herzfeld εστιάζει στην πόλη του Ρεθύμνου και αναλύει τις εντάσεις, τις κοινωνικές διαδικασίες και τη χρήση της ιστορίας ως μηχανισμό συγκρότησης ταυτότητας, εντοπίζοντας αναφορές σε συμπεριφορές που σχετίζονται με το αίμα, τη βεντέτα και την κοινωνική εκδίκηση.  

Ωστόσο, παρόλο που η Κρήτη αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς τόπους όπου η πρακτική της βεντέτας έχει μελετηθεί σε βάθος, η Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και ειδικά το Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν φαίνεται να έχει διεξαγάγει αντίστοιχες εθνογραφικές ή ιστορικές μελέτες που να προσεγγίζουν το φαινόμενο υπό το πρίσμα της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτισμικής ανθρωπολογίας. Εξαίρεση αποτελεί η μελέτη του Άρη Τσαντηρόπουλου, Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή κεντρική Κρήτη (εκδ. Πλέθρον, 2004), η οποία συνιστά σημαντική συμβολή στην κατανόηση των σημερινών μορφών και σημασιών της βεντέτας.  

Αυτό το κενό αναδεικνύει δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Πρώτον, παρά την πληθώρα διεθνών ερευνών, η τοπική επιστημονική κοινότητα δεν έχει αξιοποιήσει επαρκώς τη δική της πολιτισμική εμπειρία ως πεδίο μελέτης. Δεύτερον, υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω εθνογραφική έρευνα που να συνδέει τη διαχρονική έννοια της τιμής, της εκδίκησης και της κοινωνικής οργάνωσης με τις σύγχρονες κοινωνικές πρακτικές και την αλληλεπίδραση των κοινοτήτων με το κράτος. Η διερεύνηση αυτών των θεμάτων θα μπορούσε να προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για την κατανόηση τόσο των ιστορικών μηχανισμών κοινωνικής συνοχής όσο και της μεταβαλλόμενης συλλογικής ταυτότητας στην Κρήτη και ευρύτερα στις μεσογειακές κοινωνίες.

Σχετικά άρθρα

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω