[χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά και 29 δευτ.]
Του Γιώργου Ατσαλάκη
Στον διαπολιτισμικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Πεκίνου η διεθνής υπεροχή του δολαρίου ως αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα των διεθνών συναλλαγών, δίνει αναμφισβήτητα πλεονέκτημα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Γύρω στα 1920 το δολάριο προτιμήθηκε ως το κύριο παγκόσμιο νόμισμα σε σχέση με τη στερλίνα.
Ο παραδοσιακός «εμπειρικός κανόνας» για τις κεντρικές τράπεζες είναι ότι πρέπει να διατηρούν αρκετά συναλλαγματικά αποθέματα για να καλύψουν περίπου 3 μήνες από τις εισαγωγές της χώρας τους ή όλα τα βραχυπρόθεσμα χρέη της. Τα αποθεματικά νομίσματα, από αυτή την προοπτική, είναι ένα ταμείο για έκτακτες καταστάσεις για να διασφαλιστεί ότι μια οικονομία μπορεί να συνεχίσει να συναλλάσσεται και να αποφύγει τη χρεοκοπία εάν υπάρξει κάποια κρίση.
Τα σημάδια υποχώρησης του δολαρίου στις συναλλαγές υπέρ του κινεζικού νομίσματος είναι πολλά τους τελευταίους μήνες. Τα ΗΑΕ έκαναν σύμβαση εξαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου στην Κίνα σε γιουάν. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράκ θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Η Βραζιλία και στη συνέχεια η Αργεντινή ανακοίνωσαν ότι στο εξής θα πληρώνουν για τις αγορές τους από την Κίνα σε γιουάν και όχι σε δολάρια. Οι κυρώσεις των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές μέχρι τώρα, αλλά προκάλεσαν την ανησυχία ορισμένων ηγετών χωρών ότι η κατοχή περιουσιακών στοιχείων χρέους σε δολάρια θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη. Αυτό ήρθε ταυτόχρονα με τη διεθνοποίηση του RMB – δηλαδή, η Κίνα που διεξάγει όλο και περισσότερο το εμπόριο και τις ροές κεφαλαίων σε RMB. Ενώ αυτές οι εξελίξεις μπορούν να υπονομεύσουν τη μακροπρόθεσμη ζήτηση σε δολάρια αλλά και για περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια, δεν έχουν γίνει αρκετά μεγάλες για να οδηγήσουν τις αγορές.
H συνολική ισχύς του νομίσματος μιας χώρας, δημιουργείται μέσω μιας μακροχρόνιας ανάπτυξης μερικών σταδίων τα οποία στο τέλος αντανακλώνται στην κυριαρχία του νομίσματος. Το πρώτο στάδιο είναι η εκπαίδευση, και ακολουθούν με την σειρά, η εφευρετικότητα και η ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών, η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών στις παγκόσμιες αγορές, η οικονομική παραγωγή μεγάλης κλίμακος, η κατάκτηση σημαντικού μεριδίου στο παγκόσμιο εμπόριο, η ανάπτυξη στρατιωτική δύναμης και στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό, η δημιουργία ισχυρού χρηματοπιστωτικού συστήματος με ισχυρές κεφαλαιαγορές και η κυριαρχία του νομίσματος. Το δολάριο ΗΠΑ είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο νόμισμα, το οποίο οι χώρες το χρησιμοποιούν ως αποθεματικό νόμισμα, όχι επειδή οι ΗΠΑ τις αναγκάζουν να το χρησιμοποιούν, αλλά επειδή οι ΗΠΑ έχουν τις βαθύτερες και πιο ευέλικτες χρηματοπιστωτικές αγορές, την πιο σαφή και διαφανή εταιρική διακυβέρνηση, την μικρότερη διάκριση μεταξύ εγχώριων κατοίκων και αλλοδαπών και έχουν ένα ελεύθερο και δημοκρατικό σύστημα διοίκησης της χώρας τους. Δηλαδή έχουν την ευρωστία να παρέχουν όσα δολάρια τους ζητηθούν από τις άλλες χώρες ώστε να μην ανατιμάται σημαντικά το δολάριο. Για να ανταγωνιστεί ένα άλλο νόμισμα με το δολλάριο ΗΠΑ, η εγχώρια οικονομία του, θα πρέπει να έχει αναπτύξει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Σήμερα το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα είναι το δολάριο ΗΠΑ με 58,38% ακολουθεί το ευρώ με 20,48% το γιέν με 5,50%, η στερλίνα Αγγλίας με 4,94%, το γουάν 2,69% κλπ. Τα τελευταία 20 χρόνια η χρήση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος μειώθηκε από το 70% περίπου στο 58,38%. Η μείωση έγινε κατά τη διάρκεια μιας περιόδου όπου η επάρκεια των αποθεματικών βελτιωνόταν. Αυτό δεν υποδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης στο δολάριο. Σημαίνει απλώς ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν περισσότερες επιλογές. Για παράδειγμα η Κίνα άρχισε να μειώνει το μερίδιο των συναλλαγματικών διαθεσίμων σε δολάρια από το 2005 και από το 2013 οι επενδύσεις στους «Δρόμους του Μεταξιού», επέτρεψαν στην Κίνα να διαφοροποιήσει τα αποθέματά της σε πολλές χώρες του κόσμου. Κάτι παρόμοιο κάνει και η Σαουδική Αραβία, και άλλες χώρες.
Συνεχώς εμφανίζονται χώρες που προσπαθούν να παρακάμψουν το δολάριο όπως πρόσφατα οι χώρες των BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική) αναζητώντας ένα εναλλακτικό νόμισμα. Μεταξύ των χωρών των BRICS δεν υπάρχει καμία ιδιαίτερη συνδετική σχέση ή ένωση. Η Ρωσία, η Νότια Αφρική και η Βραζιλία είναι πολύ μικρές οικονομίες μπροστά στην Κίνα και την Ινδία. Είναι προφανές ότι η Ινδία δεν θα ήθελε να δώσει την εξουσία του νομίσματος στην Κίνα καθώς δεν έχουν και τόσο καλές σχέσεις. Από τις χώρες αυτές μόνο η Κίνα έχει σημασία για το τι πράγματι μπορεί να κάνει με το νόμισμα της. Η Κίνα αποτελεί το 72% του ΑΕΠ των BRICS, το 80% της ανάπτυξης των BRICS και παράγει το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών πλεονασμάτων.
Χώρες όπως η Κίνα, επενδύουν τα εμπορικά πλεονάσματά τους σε αποθεματικά νομίσματα και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία εκτός Κίνας, διότι αν αφήσουν τα πλεονάσματα να εισρεύσουν στους κατοίκους τους, το νόμισμα τους θα ανατιμηθεί, οι κάτοικοι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, οπότε θα αυξήσουν τις εισαγωγές προϊόντων, οπότε θα μειωθεί το εμπορικό τους πλεόνασμα. Περαιτέρω μείωση του εμπορικού πλεονάσματος θα προέλθει από την ανατίμηση του γουάν καθώς οι εξαγωγές της Κίνας θα γίνουν πιο ακριβές. Ακόμα παραπέρα μείωση του εμπορικού πλεονάσματος θα επέλθει όταν οι άλλες χώρες θα σταματήσουν να εισάγουν από την Κίνα αναζητώντας άλλες φθηνότερες αγορές (π.χ. Βιετνάμ, Μπαγκλαντές κλπ.).
Στην περίπτωση που η Κίνα συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα σε ευρώ αντί για αποθέματα σε δολάρια ΗΠΑ, το ευρώ θα ανατιμηθεί, πράγμα που θα οδηγήσει σε μείωση των εξαγωγών της Ε.Ε., λόγω του ακριβού ευρώ. Για να αποφύγει την ανατίμηση του ευρώ, θα πρέπει η Ε.Ε. να συσσωρεύσει δολάρια για να ισορροπήσει την ζήτηση ευρώ από την Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι τα δολάρια που δεν αγοράζει η Κίνα θα τα αγοράζει Ε.Ε., οπότε όσα δολάρια δεν αγοράζει η Κίνα θα τα αγοράζει η Ε.Ε. Επίσης η Κίνα δεν μπορεί να κάνει το νόμισμα της αποθεματικό και να παίξει τον ρόλο του δολαρίου, διότι αυτό θα απαιτούσε από την Κίνα να επιτρέπει στους ανθρώπους να εμπορεύονται ελεύθερα το γουάν. Τώρα επί του παρόντος η Κίνα δεν αφήνει την ελεύθερη κυκλοφορία του, επειδή θέλει να κρατά το νόμισμα της υποτιμημένο για να είναι φθηνές οι εξαγωγές της.
Η Κίνα έχει επί του παρόντος ένα σύστημα διπλού νομίσματος για να ρυθμίζει τη συναλλαγματική ισοτιμία των χρημάτων της και να διατηρεί τον έλεγχο των ξένων επενδύσεων. Το κινεζικό Renminbi χρησιμοποιείται για εγχώριες συναλλαγές εντός της ηπειρωτικής Κίνας, ενώ το κινεζικό γιουάν χρησιμοποιείται για διεθνείς συναλλαγές εκτός της ηπειρωτικής χώρας. Αυτό το σύστημα διπλού νομίσματος επιτρέπει στην Κίνα να εμποδίζει τους ξένους επενδυτές να μεταφέρουν χρήματα στην Κίνα και να εμποδίζει τους Κινέζους πολίτες να επενδύουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Είναι σαφές ότι η Κίνα δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει κανέναν από του κεφαλαιακούς ελέγχους για να γίνει αποθεματικό νόμισμα, ακόμη και για τις χώρες BRICS. Ένα κοινό νόμισμα Brics θα ήταν βαθιά ελαττωματικό λόγω του γεγονότος ότι όλες οι εμπλεκόμενες χώρες επειδή έχουν εμπορικά πλεονάσματα πρέπει να επενδύσουν σε άλλα αποθεματικά νομίσματα. Στην προσπάθεια για να αμφισβητηθεί το δολάριο ΗΠΑ, τα μέλη των BRICS απλώς θα αύξαναν την ήδη σημαντική εξάρτησή τους από την Κίνα.
Οι περισσότερες από τις χώρες που διαμαρτύρονται για την κυριαρχία του δολαρίου έχουν κεφαλαιακούς ελέγχους (capital controls) σε ισχύ που αποσκοπούν τόσο την αποτροπή των ξένων από την αγορά ομολόγων τους, όσο και την αποτροπή της φυγής των κεφαλαίων από την χώρα τους.
Η αμφισβήτηση του δολαρίου είναι μέρος ενός διαπολιτισμικού ανταγωνισμού μεταξύ ανελεύθερων κυβερνήσεων και ελευθέρων δημοκρατικών συστημάτων, ο οποίος ολοένα και περισσότερο εμφανίζεται να συνασπίζεται εναντίον της «Δύσης» σε διάφορα θέματα, με σκοπό να διασώσουν τα αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης. Οπότε δεν υπάρχει σοβαρή οικονομική απειλεί του δολαρίου από τις πραγματικές συνθήκες της οικονομίας.
Ο Γιώργος Ατσαλάκης, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου
Κρήτης Εργαστήριο, Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.