[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά]
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) ζητά περισσότερες εγγυήσεις για την ορθή διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τις τράπεζες, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εποπτεύει 110 μεγάλες τράπεζες σε 21 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), που διακατέχουν πάνω από το 80 % των στοιχείων ενεργητικού στην τραπεζική ένωση και δεν επιβάλλονται προς το παρόν αναλογικά υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Ειδικότερα σε νέα του έκθεση, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) τονίζει πόσο σημαντικό είναι αυτό, καθώς η ελλιπής διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου από τις τράπεζες μπορεί να υπονομεύσει όχι μόνο τη δική τους βιωσιμότητα, αλλά και τη βιωσιμότητα ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, παρά τις αυξημένες προσπάθειες για την εποπτεία του πιστωτικού κινδύνου και των προβληματικών δανείων, η ΕΚΤ δεν επέβαλλε αναλογικά υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις στις τράπεζες με υψηλότερο προφίλ κινδύνου. Επίσης, δεν κλιμάκωνε αρκετά τα εποπτικά μέτρα, όταν μια τράπεζα παρουσίαζε κατ’ εξακολούθηση αδυναμίες στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου.
Η ΕΚΤ κάθε χρόνο, αξιολογεί τους κινδύνους που τις απειλούν από άποψη πιστωτικού ανοίγματος (π.χ. ανεπαρκή πιστοδοτικά κριτήρια), διακυβέρνησης, επιχειρηματικού μοντέλου και ρευστότητας. Επιπλέον, εκτιμά την ικανότητα των τραπεζών να τους διαχειρίζονται. Μπορεί να τους επιβάλλει πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των εντοπιζόμενων κινδύνων και διορθωτικά μέτρα για τον περιορισμό τους. Όλα αυτά προκειμένου να εξασφαλίζεται, αφενός, η συμμόρφωση των τραπεζών με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας της ΕΕ και, αφετέρου, η εμπιστοσύνη σε αυτές.
Πρόσφατα, η ΕΚΤ προειδοποίησε ότι οι προοπτικές για τις τράπεζες επιδεινώνονται λόγω της τρέχουσας δεινής οικονομικής συγκυρίας, ενώ όπως προκύπτει από τις προηγούμενες κρίσεις οι ανεπαρκείς προβλέψεις μπορούν να αποτελέσουν απειλή για τη βιωσιμότητά τους.
Σύμφωνα με το ΕΕΣ, η ποιότητα των αξιολογήσεων της ΕΚΤ σχετικά με τους πιστωτικούς κινδύνους και τους ελέγχους των τραπεζών ήταν γενικά επαρκής, παρά τις όποιες αδυναμίες. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τα εργαλεία και τις εποπτικές εξουσίες της για να διασφαλίζει ότι οι εντοπιζόμενοι κίνδυνοι καλύπτονται πλήρως από πρόσθετα κεφάλαια, ούτε για να ζητά από τις τράπεζες να διαχειρίζονται καλύτερα τον κίνδυνο αυτό. Η τροποποιημένη προσέγγιση που εφάρμοσε η ΕΚΤ το 2021 για τον καθορισμό του ύψους των κεφαλαίων, πέραν του κανονιστικού ελάχιστου ορίου, που θα πρέπει να διακρατεί μια τράπεζα δεν εγγυάται την κατάλληλη κάλυψη των διάφορων κινδύνων, ενώ η ΕΚΤ δεν την εφαρμόζει με συνέπεια. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ δεν επέβαλλε απαιτήσεις ανάλογες των κινδύνων που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες, γεγονός που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σαφής σύνδεση μεταξύ των κινδύνων και της επιβαλλόμενης απαίτησης.
Μάλιστα, για τις τράπεζες υψίστου κινδύνου, επέλεγε συστηματικά απαιτήσεις από το κατώτερο άκρο του προκαθορισμένου εύρους των σχετικών τιμών. Επιπλέον, το ΕΕΣ διαπίστωσε την κατ’ επανάληψη παράλειψη της ΕΚΤ να κλιμακώνει επαρκώς τα εποπτικά μέτρα στις περιπτώσεις που ο πιστωτικός κίνδυνος ήταν υψηλός και διαρκής, όπως και οι αδυναμίες των ελέγχων.
Το ΕΕΣ επικρίνει τόσο την έλλειψη προσωπικού -στην ΕΚΤ και στις εθνικές εποπτικές αρχές- που ασχολείται με την εποπτεία των τραπεζών όσο και τη διάρκεια του εποπτικού κύκλου του 2021, γεγονός που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια οι αξιολογήσεις να μην είναι πλέον επίκαιρες. Από την άλλη, το ΕΕΣ αναγνωρίζει ότι, από το 2015, υπάρχει μείωση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων (πριν από τον Απρίλιο του 2018), οφειλόμενη σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και στις ενέργειες της ΕΚΤ.
Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν έκανε συστηματικά χρήση των εποπτικών εξουσιών της, όταν διαπίστωνε ότι οι τράπεζες δεν διέθεταν άρτιες διαδικασίες και στοιχεία για την ταυτοποίηση και την επιμέτρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.