Η αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση διαταράσσει την οικολογική ισορροπία των ωκεανών, σύμφωνα με νέα έρευνα που διεξήχθη με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας (UEA). Στην έρευνα συμμετείχαν και Έλληνες, η Καθηγήτρια Μαρία Κανακίδου του Πανεπιστημίου Κρήτης και ο Kαθηγητής Αθανάσιος Νένες, στη Σχολή Αρχιτεκτονικής, Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, EPFL, στην Ελβετία. Και οι δύο ερευνητές είναι Αντεπιστέλλοντες Ερευνητές του ΙΤΕ/ΙΕΧΜΗ, και Συντονιστικά Μέλη του Κέντρου για τη Μελέτη της Ποιότητας του Αέρα και την Κλιματική Αλλαγή (C-STACC).
Είναι η πρώτη μελέτη που εξέτασε τον αντίκτυπο της ρύπανσης στη μεταφορά θρεπτικών ουσιών στον ωκεανό, δείχνοντας ότι ο τρόπος παροχής θρεπτικών ουσιών επηρεάζει την παραγωγικότητα του ωκεανού και την ικανότητά του να απορροφά CO2 από την ατμόσφαιρα.
Η σημαντική αυτή εργασία δημοσιεύτηκε την 7η Ιουλίου, 2021 στο περιοδικό Science Advances. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε από μια διεθνή ομάδα εμπειρογνωμόνων, που χρηματοδοτήθηκε από την ομάδα εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τις επιστημονικές πτυχές της θαλάσσιας προστασίας του περιβάλλοντος (GESAMP) με επικεφαλής τον Alex Baker, Καθηγητή Θαλάσσιας και Ατμοσφαιρικής Χημείας στη Σχολή Επιστημών Περιβάλλοντος του UEA.
Ο καθηγητής Alex Baker, είπε: «Οι εκπομπές ρύπων από τον άνθρωπο έχουν προκαλέσει σημαντικές αλλαγές στην οξύτητα της ατμόσφαιρας, οδηγώντας σε γνωστές περιβαλλοντικές επιπτώσεις όπως η όξινη βροχή».
«Η ατμοσφαιρική οξύτητα επηρεάζει την ποσότητα και την κατανομή των θρεπτικών ουσιών (άζωτο, φώσφορος και σίδηρος) που εναποτίθενται στον ωκεανό».
«Τα οξέα αντιδρούν με τα σωματίδια σκόνης της ερήμου καθώς μεταφέρονται μέσω της ατμόσφαιρας, αυξάνοντας την ποσότητα του υδατοδιαλυτού φωσφόρου και σιδήρου που περιέχεται σε αυτά τα σωματίδια όταν φτάσουν στην θαλάσσια επιφάνεια».
«Η δουλειά μας δείχνει ότι η αύξηση της οξύτητας από τη Βιομηχανική Επανάσταση αύξησε τις αναλογίες φωσφόρου και σιδήρου που είναι διαλυτές κατά 14% και 16% αντίστοιχα. Αυτές οι αυξήσεις είχαν άμεση γονιμοποιητική δράση στο θαλάσσιο φυτοπλαγκτόν. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, οι εκπομπές ρύπων διπλασίασαν τουλάχιστον την ποσότητα αζώτου που προστέθηκε στους ωκεανούς μέσω της ατμόσφαιρας».
Η καθηγήτρια Μαρία Κανακίδου δήλωσε πως: «Η οξύτητα ελέγχει την κατανομή του αζώτου μεταξύ σωματιδίων και αέριας φάσης στην ατμόσφαιρα, με συνέπεια οι αλλαγές της οξύτητας να επηρεάζουν άμεσα τον χρόνο παραμονής του άζωτου στην ατμόσφαιρα και ως εκ τούτου που ακριβώς στον ωκεανό θα εναποτεθεί. Hαλλαγή στην αναλογία των θρεπτικών λόγω ατμοσφαιρικής εναπόθεσης μπορεί να επιφέρει αλλαγές στη σύσταση των οικοσυστημάτων».
Ο καθηγητής Αθανάσιος Νένες πρόσθεσε: «Τα ατμοσφαιρικά σωματίδια τείνουν να παραμένουν έντονα όξινα, παρά τις σημαντικές μειώσεις των ρύπων. Η κατανόηση αυτής της παράδοξης συμπεριφοράς και η επίδρασή της στην παροχή θρεπτικών ουσιών στον ωκεανό κατέστη δυνατή μόνο χάρη στις εξελίξεις στη θεωρία και τη μοντελοποίηση».
«Οι ανθρωπογενείς εκπομπές θα συνεχίσουν να αλλάζουν την οξύτητα της ατμόσφαιρας στο μέλλον. Οι έλεγχοι των εκπομπών που εφαρμόζονται για την αντιμετώπιση της όξινης βροχής θα μειώσουν την οξύτητα των ατμοσφαιρικών σωματιδίων σε πολλές περιοχές του κόσμου, ενώ η συνεχής οικονομική ανάπτυξη είναι πιθανό να δει περαιτέρω αυξήσεις της ρύπανσης (και αντιστοίχως της οξύτητας) σε άλλες περιοχές».
«Το περιβάλλον είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψει στην προ-Βιομηχανική του κατάσταση, επειδή οι πυρκαγιές – που επηρεάζουν τόσο την παροχή θρεπτικών ουσιών όσο και την οξύτητα – θα διαδραματίσουν σημαντικότερο ρόλο σε ένα θερμότερο κλίμα και ο αντίκτυπός του είναι εξαιρετικά αβέβαιος».