Του Σωκράτη Αργύρη
«Το ελληνικό χρέος είναι απολύτως βιώσιμο, παρόλο που ορισμένοι δεν μπορούν να πειστούν ότι συμβαίνει αυτό» – Ευάγγελος Βενιζέλος, Φεβρουάριος 2014
«Τον πήχυ τον έχουμε βάλει ψηλά …είναι η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» – Αλέξης Τσίπρας, Ιανουάριος 2015
Η προεκλογική περίοδος είναι γενικά το χρονικό διάστημα που επιβραβεύεται το βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα Darrell Huff, «Πώς να λέτε ψέματα με τα στατιστικά», γιατί ο κάθε πολιτικός για να πείσει τον ψηφοφόρο, πετάει νούμερα και αριθμούς κατά το δοκούν.
Επειδή όμως η οικονομία είναι η βάση της κοινωνικής συνοχής και συνήθως «παίζει» υψηλά στις προεκλογικές συζητήσεις ας δούμε πώς φτάσαμε στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και τι μας περιμένει μετά τις εκλογές.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην Ευρωζώνη το 2001 ενώ βρισκόταν πολύ μακριά από το να πληροί τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης σχετικά για το ύψος του δημόσιου χρέος και για το δημοσιονομικό έλλειμμα, που ορίζει ότι δεν πρέπει να ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ και το 3% αντίστοιχα, χάρη στα greek statistics και τα swaps.
Οι κυβερνήσεις στις προηγούμενες δεκαετίες απέτυχαν να εκμεταλλευθούν την περίοδο της ευφορίας στις αγορές και των υψηλών δεικτών ανάπτυξης για να μειώσουν ουσιαστικά το δείκτη χρέους προς ΑΕΠ αν και η Κομισιόν εξέδιδε κανονισμούς για την προσαρμογή της οικονομίας στις απαιτήσεις των Αγορών, όπως ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ.1466/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Ήδη από το 2008, με τη διεθνή κρίση να έχει ξεσπάσει και να κατευθύνεται απειλητικά προς την Ελλάδα, το δημόσιο χρέος της χώρας, ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της, άγγιζε το 110% του ΑΕΠ.
Με την δημοσιονομική προσαρμογή που επιβλήθηκε τον Μάη του 2010, που μας άφησαν εκτός αγορών, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λισσαβόνας, άρθρο 125, «κατόρθωσε» το χρέος να σκαρφαλώσει στα επόμενα τρία χρόνια στο 172% του ΑΕΠ, χωρίς να διαμαρτύρονται τότε οι «Μένουμε Ευρώπη» όπως τους είδαμε αργότερα ως αντίπαλο δέος των «Αγανακτισμένων».
Το PSI, που ουσιαστικά ήταν ανταλλαγή ομολόγων του 2012, παρότι έφτασε το 53,5% σε ονομαστικούς όρους και παρότι η συμμετοχή των ιδιωτών έφτασε τελικά το 97% λόγω της παράνομης εφαρμογής των cacs (ρήτρα συλλογικής δράσης), δεν αποδείχθηκε αρκετό για να επαναφέρει το χρέος σε τροχιά βιωσιμότητας. Μέρος του προβλήματος ήταν ότι στο PSI συμμετείχαν αναγκαστικά οι ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία με τις γνωστές συνέπειες.
Στο τέλος του 2016, έτος κατά το οποίο το ελληνικό Δημόσιο κατέγραψε (με τους όρους του προγράμματος) πρωτογενές πλεόνασμα 4,2% του ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 180,8% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την ελληνική οικονομία, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ από 7,5% το 2021 προβλέπεται να μειωθεί στο 4,3% το 2022, στο 2,6% το 2023 και στο 1,7% το 2024.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα αναμένεται να παραμείνει σε έλλειμμα το 2022 (1,6% του ΑΕΠ από 5,0% το 2021) και στη συνέχεια να περάσει σε πλεόνασμα 0,5% το 2023 και 1,5% το 2024. Σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, η άμβλυνση των δημοσιονομικών ανισορροπιών δεν συνοδεύεται από αποκλιμάκωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, πρόβλεψη που συνεπάγεται αύξηση των ροών καθαρού δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του Προγράμματος που αξιολογείται θετικά από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η Ελλάδα υποχρεούται σε μια βαριά δημοσιονομική προσαρμογή με λιτότητα 16 δισ. ευρώ όπως προβλέπει το νέο Μεσοπρόθεσμο (2022 – 2025), προκειμένου τα πρωτογενή ελλείμματα να μετατραπούν σε πλεονάσματα 2% από το 2023 γιατί η γενική ρήτρα διαφυγής που επέτρεπε την απόκλιση από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες παύει να ισχύει.
Ο δρόμος έτσι θα συνεχίσει να είναι δύσκολος λόγω της κλιμάκωσης των πλεονασμάτων το 2024 και το 2025 στο 2,8% και 3,7% αντίστοιχα. Μετά είναι και η δέσμευση της χώρας σε πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% κατά μέσο όρο μέχρι το 2060 που δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές από το χαμηλό των 165,83 δις. ευρώ φέτος εκτιμάται ότι θα φθάσει στο πολύ υψηλό των 217 δις. ευρώ το 2025 καθώς η ελληνική οικονομία βασίζεται σε νέες επενδύσεις και στα ευρωπαϊκά κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ) σε τροποποιημένη ταμειακή βάση του Δεκεμβρίου 2022 βλέπουμε ότι στο 12-μηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2022 τα καθαρά έσοδα ΚΠ ανήλθαν στα €59,598 δισεκ. ενώ τα έσοδα από φόρους ανήλθαν στα €55,316 δισεκ., υπερβαίνοντας τον στόχο κατά €0,180 δισεκ. (0,3%). Σε σύγκριση με το 12-μηνο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2021 ήταν υψηλότερα κατά 14,9%, παρά την διακήρυξη της κυβέρνησης περί μειώσεων των φόρων.
Αν και η Ελλάδα βρίσκεται ένα σκαλί κάτω από την ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα του ΒΒΒ- καθώς η Standard & Poor’s έχει ήδη αναβαθμίσει την Ελλάδα στην βαθμίδα ΒΒ+, ενώ ο Οίκος Fitch έχει την Ελλάδα στην βαθμίδα ΒΒ (δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική), ενώ η Moody’s, παρά τις κατά καιρούς διθυραμβικές κριτικές για τις επιδόσεις της χώρας, επιμένει να έχει την Ελλάδα τρεις θέσεις κάτω από την επενδυτική, στην βαθμίδα Ba3, ώστε η ΕΚΤ να αλλάξει την αντιμετώπιση στα ελληνικά ομόλογα κάνοντας τα αποδεκτά ως εγγυήσεις από τις τράπεζες, λίγο κάτω από την πραγματική τιμή τους και όχι με την έκπτωση του 40% που επιβάλλει σήμερα.
Οι Οίκοι αξιολόγησης έχοντας ήδη έρθει σε επαφή με «διάφορους» παράγοντες, έχουν αποσυνδέσει την περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τις επερχόμενες εκλογές, γιατί έχουν λάβει διαβεβαιώσεις ότι όποια κυβέρνηση προκύψει δεν θα υπάρξει αλλαγή πολιτικής ώστε να μην καθυστερήσει η υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων όπως η εκκαθάριση των κόκκινων δανείων, η περαιτέρω ψηφιοποίηση του κράτους και οι αποκρατικοποιήσεις, καθώς και τα προγραμματισμένα έργα πράσινης και ψηφιακής μετάβασης.
Ο Βίτορ Γκασπάρ, διευθυντής Δημοσιονομικών Υποθέσεων του ΔΝΤ τον Νοέμβρη του 22 σχετικά για την δημοσιονομική θέση της Ελλάδας δήλωσε: «Η κύρια ευαλωτότητα της Ελλάδας προέρχεται από τον υψηλό λόγο χρέους προς ΑΕΠ. Το μέγεθος είναι εντυπωσιακό αν δούμε το μέγεθος του 2021 που ήταν σχεδόν 200% του ΑΕΠ. Μετά το 2021 και το 2022, ως αποτέλεσμα της ισχυρής αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ που συνδέθηκε στην Ελλάδα με τον υψηλό πληθωρισμό όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και ισχυρή πραγματική ανάπτυξη, ο δείκτης προβλέπεται να μειωθεί περισσότερο από 20% του ΑΕΠ και αυτό είναι ένα εντυπωσιακό νούμερο. Ωστόσο, συνιστούμε να συνεχιστεί η συνετή δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι του δημόσιου χρέους. Εάν μια τέτοια συνετή δημοσιονομική πολιτική μοιραστεί σε όλα τα μέλη της ευρωζώνης, θα συνέβαλλε σε ένα κατάλληλο μείγμα πολιτικών που θα βοηθούσε την ΕΚΤ να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο εγκαίρως.».
Το υψηλό δημόσιο (180% του ΑΕΠ) και ιδιωτικό (130% του ΑΕΠ) χρέος παραμένει ο βασικός βραχνάς της οικονομίας, ενώ ο μαραθώνιος που διανύει η χώρα έχει ακόμη δρόμο, αν και μετά τη συμφωνία για την ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα έχει πάρει μια ανάσα ζωής, την οποία οι οικονομολόγοι την τοποθετούν ως το 2033. Η χώρα με τόσο υψηλό χρέος, θα πρέπει να δανειστεί εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ από ιδιώτες επενδυτές για να εξοφλήσει τους επίσημους πιστωτές της. Αυτό όμως θα δημιουργήσει το ίδιο πρόβλημα που πέρασε η χώρα με τα μνημόνια, καθώς θα αντικαθίσταται «φθηνό χρέος» (βάσει των χαμηλών επιτοκίων των επίσημων δανείων) με «ακριβό χρέος» (βάσει των επιτοκίων με τα οποία σήμερα δείχνουν διατεθειμένες να μας δανείσουν οι αγορές).
Υπενθυμίζουμε πώς ορίζεται η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.
«Χρέος -απόλυτος αριθμός- ως ποσοστό του ΑΕΠ και οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες ως ποσοστό του ΑΕΠ».
Βέβαια στην προεκλογική περίοδο θα ακούσουμε ως επιχείρημα ότι υπάρχουν και τα ρευστά διαθέσιμα ύψους των 24 δισ. ευρώ (που είναι δανεικά από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, υπόλοιπα της δανειακής σύμβασης του 2015).
Ας ελπίσουμε η επόμενη κυβέρνηση να έχει διαβάσει αυτό που γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο Μυθιστόρημα:
…Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ᾿ τα μάρμαρα, χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.
Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.