Η αναστολή για 75 ημέρες των προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αξιογράφων, μπορεί να επιφέρει ανυπολόγιστη ζημιά στις σιδηρεμπορικές επιχειρήσεις της χώρας και όχι μόνο. Χρειάζεται η άμεση τραπεζική χρηματοδότηση των εκδοτών των επιταγών με την εγγύηση του Δημοσίου και ευνοϊκούς όρους άλλως στο συναλλακτικό κύκλωμα θα υπάρξει εκρηκτικό χρηματικό κενό.
Τα παραπάνω υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων-Εξαγωγέων Προϊόντων Χάλυβος (ΣΕΕΧ), σε επιστολή του προς τον υπουργό Οικονομικών κ. Χρήστο Σταϊκούαρα και υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Άδωνι Γεωργιάδη.
Συγκεκριμένα:
Αξιότιμοι κύριοι Υπουργοί,
Η διάταξη της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α’ 75/30.03.2020), που αφορά στην αναστολή προθεσμιών λήξης, εμφάνισης και πληρωμής αξιογράφων, μπορεί να επιφέρει ανυπολόγιστη ζημιά στις σιδηρεμπορικές επιχειρήσεις της χώρας, όπως και στη συντριπτική πλειοψηφία των χονδρεμπορικών επιχειρήσεων αλλά και σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων του κλάδου της μεταποίησης.
Και αυτό επειδή οι ανωτέρω επιχειρήσεις πραγματοποιούν το σύνολο σχεδόν των πωλήσεών τους με πίστωση (και, κατά συνέπεια, η εν λόγω διάταξη αναστέλλει, πρακτικά, τις εισροές τους για 75 ημέρες), ενώ το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεών τους είναι ανελαστικό και μη επιδεχόμενο χρονικής μετάθεσης.
Η διάσταση του προβλήματος για τις επιχειρήσεις του Συνδέσμου μας αναδεικνύεται από τα ακόλουθα στοιχεία: το 90% των πωλήσεών μας πραγματοποιείται με πίστωση (120 ημερών κατά μέσο όρο). Η πίστωση χορηγείται είτε με κάλυμμα (επιταγές κατά το πλείστον) είτε και χωρίς κάλυμμα. Μεγάλο μέρος των απαιτήσεων από τις πωλήσεις εκχωρείται σε πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες και εταιρείες factoring) ως κάλυμμα για χρηματοδότηση. Ως προς τις υποχρεώσεις μας, το μεγαλύτερο μέρος τους αφορά στους προμηθευτές μας, οι οποίοι είναι, κατά κανόνα, οίκοι του εξωτερικού, που πληρώνονται είτε εν μέρει προκαταβολικά και κατά το υπόλοιπο τοις μετρητοίς είτε με πίστωση (συνήθως με κάλυμμα Εγγυητική Επιστολή Τραπέζης), οπότε οι πληρωμές μας προς αυτούς είναι σαφώς προσδιορισμένες ως προς το χρόνο και, φυσικά, απολύτως ανελαστικές.
Αλλά και οι υπόλοιπες υποχρεώσεις μας (προς εργαζομένους, προμηθευτές εσωτερικού, παρόχους ενέργειας και επικοινωνιακών υπηρεσιών, δημόσιο κ.ά.) είναι ανελαστικές και δεν επιδέχονται παράτασης (τουλάχιστον, όχι εντός κάποιου θεσμοθετημένου πλαισίου).
Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, η εικόνα των χρηματοεισροών μας έως την 31/05/2020, υπό την επήρεια της επίδικης διάταξης, αναμένεται να διαμορφωθεί ως ακολούθως: Δεδομένου ότι οι πελάτες μας προέρχονται, σχεδόν στο σύνολό τους, από πληττόμενους από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19 κλάδους δραστηριότητας και, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στις προβλέψεις της εν λόγω διάταξης της ΠΝΠ, τα αξιόγραφά τους αναμένεται -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- να υπαχθούν στο καθεστώς της 75νθήμερης αναστολής της προθεσμίας λήξης. Αυτό σημαίνει, ότι όσα μεν από τα ανωτέρω αξιόγραφα βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιό μας δεν θα πληρωθούν έως την 31/05/2020, όσα δε εξ αυτών έχουν εκχωρηθεί προς χρηματοδότηση θα μας ζητηθεί από τους εκδοχείς τους είτε να επιστραφούν επιστρεφομένης και της αντίστοιχης χρηματοδότησης είτε να αντικατασταθούν από άλλα ώστε να αναπληρωθεί η κάλυψη της χρηματοδότησης. Στην καλύτερη περίπτωση, θα θεωρηθεί ότι η αναστολή της προθεσμίας λήξης τους με νομοθετική πράξη αρκεί για να κρατηθούν ως καλύμματα της χορηγηθείσας χρηματοδότησης έως τη λήξη τους. Τα ίδια προβλήματα είσπραξης πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι θα αντιμετωπίσουμε και με τις άνευ καλύμματος απαιτήσεις από επί πιστώσει πωλήσεις, οι οποίες θα ωριμάσουν κατά την περίοδο αυτή. Διότι, όταν το κράτος θεσμοθετεί την αναστολή των προθεσμιών λήξης αξιογράφων που καλύπτουν οφειλές, ως μέτρο επιβεβλημένο για την διαφύλαξη της οικονομικής ευστάθειας των εκδοτών των αξιογράφων, είναι εύλογο να θεωρεί ο κάθε οφειλέτης εξ ίσου -αν όχι περισσότερο- θεμιτή την αναστολή της προθεσμίας λήξης υποχρεώσεών του που δεν καλύπτονται από αξιόγραφα. Έτσι, θα μείνουμε με το 10% των προβλεπομένων εισπράξεων (αυτών, δηλαδή, που θα αντιστοιχούν στις προβλεπόμενες πωλήσεις τοις μετρητοίς) να αντιμετωπίσουμε το 100% των υποχρεώσεων! Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε μια ταμειακή κρίση τέτοιου μεγέθους;
Ακούμε και διαβάζουμε ότι προτείνεται ως λύση η χρηματοδότησή μας έναντι της εκχώρησης των απαιτήσεων, η είσπραξη των οποίων αναστέλλεται. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, η χρηματοδότηση αυτή (στο βαθμό που ήταν δυνατό) έχει ήδη συντελεστεί από τη στιγμή της γέννησης των εν λόγω απαιτήσεων. Αυτό που ανεμένετο την περίοδο αυτή ήταν η είσπραξη των εκχωρημένων απαιτήσεων ώστε να απελευθερωθούν χρηματοδοτικές γραμμές για να υπάρξει νέα χρηματοδότηση με εκχώρηση νέων απαιτήσεων. Ούτε η προοπτική αυτή υπάρχει, όμως, σήμερα, αφού, στο καλύτερο σχετικό σενάριο, οι γραμμές χρηματοδότησης έναντι απαιτήσεων δεν θα καταστεί δυνατόν να απελευθερωθούν.
Είναι προφανές ότι το μέτρο της αναστολής της προθεσμίας λήξης των αξιογράφων ελήφθη με την πρόθεση να αποτελέσει ένα από τα μέτρα προφύλαξης της οικονομικής ευστάθειας των πληττομένων επιχειρήσεων ώστε αυτές να παραμείνουν ζωντανές μέχρι την επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Είναι, όμως, ένα μέτρο, που δημιουργεί χρηματοδοτικό κενό στο συναλλακτικό κύκλωμα και, ως εκ τούτου, η αποτελεσματική εφαρμογή του απαιτεί χρηματοδότηση. Και η χρηματοδότησή του, εάν επαφεθεί στις επιχειρήσεις-κρίκους της συναλλακτικής αλυσίδας, θα επιβαρύνει δυσανάλογα -εξ ορισμού- εκείνες που είναι κυρίως λήπτριες και όχι εκδότριες αξιογράφων, όπως οι δικές μας.
Θέλουμε, λοιπόν, να καταστήσουμε σαφές ότι οι επιχειρήσεις μας είναι βέβαιο πως δεν μπορούν να αντέξουν το βάρος της χρηματοδότησης!
Έχουν κατορθώσει, με υπεράνθρωπες προσπάθειες, να επιβιώσουν, σοβαρά τραυματισμένες, από μια βαθύτατη πολυετή κρίση, και λειτουργούν υπό ασφυκτικές συνθήκες ρευστότητας.
Σήμερα δε, όταν το μεγαλύτερο τμήμα της οικονομίας βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας, οι επιχειρήσεις μας εξακολουθούν, αναδεχόμενες τους υγειονομικούς κινδύνους, να τροφοδοτούν με πρώτες ύλες όσες κατασκευαστικές και μεταποιητικές μονάδες μπορούν ακόμη να παραμένουν ενεργές, συντηρώντας τη δραστηριότητα ενός αξιόλογου τμήματος της εγχώριας παραγωγής.
Χωρίς την απαιτούμενη χρηματοδότηση, το επίμαχο μέτρο θέτει σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνον τη διατήρηση της υφιστάμενης δραστηριότητας στο τμήμα αυτό της παραγωγής που τροφοδοτούν οι επιχειρήσεις μας, αλλά και αυτή καθαυτή την οικονομική τους ευστάθεια.
Κύριοι Υπουργοί,
Εάν η Κυβέρνηση θεωρεί ότι πρέπει να παρέμβει στις συναλλαγές ώστε να προστατεύσει πληττόμενες από το lockdown επιχειρήσεις από την κατάρρευση υπό το βάρος των υποχρεώσεων προς τους προμηθευτές τους, ένας είναι ο αποτελεσματικός τρόπος παρέμβασης: Να εγγυηθεί τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυτών από τις Τράπεζες με ευνοϊκούς όρους προκειμένου να μπορέσουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Η διαδικασία είναι απλή: Η Τράπεζα, στην οποία τηρείται ο λογαριασμός από τον οποίο έχει συρθεί η επιταγή, χρηματοδοτεί -με την εγγύηση του κράτους και με ευνοϊκούς όρους- τον εκδότη, εκταμιεύοντας το ποσό της επιταγής στο δικαιούχο.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, το μέτρο θα καταστρέψει ένα κομμάτι του παραγωγικού ιστού για να προστατέψει ένα άλλο, και με απολύτως αμφίβολο αποτέλεσμα αφού, πλην των άλλων, θα καλλιεργήσει στις συναλλαγές ένα κλίμα νομιμοποίησης της αθέτησης υποχρεώσεων, το οποίο θα τροφοδοτήσει ένα κύμα παύσης πληρωμών και θα πλήξει το θεσμό της πίστωσης και το αξιόγραφο ως εργαλείο συναλλαγών.
Γνωρίζουμε ότι αντιλαμβάνεστε πολύ καλά τους όρους λειτουργίας της αγοράς και γι’ αυτό είμαστε βέβαιοι ότι θα συμπληρώσετε άμεσα το μέτρο της αναστολής της προθεσμίας λήξης των αξιογράφων με τη χρηματοδότηση των εκδοτών τους, η οποία θα το καταστήσει εύστοχο και αποτελεσματικό.