Συνάντηση με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, είχε την Τρίτη 27 Ιουλίου 2021, στο Μέγαρο Μαξίμου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Στη διάρκεια της συνάντησης αντηλλάγησαν απόψεις για τα επόμενα βήματα και τον περαιτέρω συντονισμού Ελλάδας-Κύπρου προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τουρκική παραβατικότητα και οι τουρκικές προσπάθειες επιβολής τετελεσμένων όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ο υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας, η Διευθύντρια του Διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού, Πρέσβης Ελένη Σουρανή και ο Διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Πρωθυπουργού, Δημήτρης Τσιόδρας.
Από κυπριακής πλευράς συμμετείχαν ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Μάριος Πελεκάνος, ο Πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα, Κυριάκος Κεννεβέζος και ο αρμόδιος για το Κυπριακό στο Διπλωματικό γραφείο του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Παντελής Παντελίδης.
Αμέσως μετά τη συνάντηση ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε:
«Κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Νίκο, σε καλωσορίζω για ακόμα μία φορά στην Αθήνα, σε μία επίσκεψη με την ευκαιρία της τρίτης Τριμερούς Συνόδου Κορυφής των χωρών μας με μία παραδοσιακή κοινή μας φίλη, την Ιορδανία, η οποία θα λάβει χώρα αύριο.
Είχαμε μία συνάντηση, που δυστυχώς έρχεται στον απόηχο της παράνομης επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και των προκλητικών εξαγγελιών που έγιναν, ειδικά σε σχέση με την περίκλειστη πόλη των Βαρωσίων.
Οι νέες παράνομες τουρκικές ενέργειες στην Κύπρο είναι απόλυτα καταδικαστέες. Παραβιάζουν κατάφορα τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και περιφρονούν τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ενώ επί της ουσίας υπονομεύουν και τις προσπάθειες του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων στο Κυπριακό. Ουσιαστικά ναρκοθετούν τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, σύμφωνα με τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Γι’ αυτό εξάλλου και η καταδίκη των ενεργειών αυτών υπήρξε παγκόσμια. Πρώτα απ’ όλα, από τον θεματοφύλακα της διεθνούς νομιμότητας, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες, καταδίκασε τις εξαγγελίες αυτές και ζήτησε από την Τουρκία να τις ανακαλέσει. Και τονίζω στο σημείο αυτό, ότι η Προεδρική δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας δεν εκφράζει μόνο την συλλογική βούληση της Διεθνούς Κοινότητας, αλλά και τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου, τα οποία τοποθετήθηκαν απερίφραστα στις εθνικές τους δηλώσεις.
Σύσσωμη υπήρξε, επίσης, και η καταδίκη από την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, αλλά και από τα κράτη – μέλη με εθνικές δηλώσεις. Και πως αντέδρασε η Τουρκία, αγαπητέ μου Νίκο, σε όλα αυτά; Όχι μόνο απέρριψε τη δήλωση του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά απέδωσε την παγκόσμια καταδίκη των παράνομων ενεργειών της, στη δήθεν προπαγάνδα της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Άγκυρα ισχυρίζεται ότι Αθήνα και Λευκωσία παρασύραμε όλη την Υφήλιο, ενώ θα έπρεπε να αναρωτηθεί πώς κατόρθωσε με τις ενέργειές της να θέσει όλη την Υφήλιο απέναντί της.
Με τη διεθνή νομιμότητα στο πλευρό μας, συζητήσαμε με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη τα επόμενα βήματα και τον περαιτέρω συντονισμό μας για την αντιμετώπιση της Τουρκικής παραβατικότητας. Πορευόμαστε πάντα μαζί και στηρίζουμε έμπρακτα τις προσπάθειες της Κυπριακής Δημοκρατίας για την αναστροφή των τουρκικών μεθοδεύσεων στα Βαρώσια και την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Για την επίτευξη λύσης στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Όπως ακριβώς προβλέπεται στις οικείες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και πάντα σύμφωνα με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Για μία λύση, όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, δίκαιη, λειτουργική και βιώσιμη.
Έχουμε επανειλημμένα και σε κάθε κατεύθυνση δηλώσει ότι οι τουρκικές αξιώσεις για αναγνώριση ισότιμου διεθνούς καθεστώτος και κυριαρχικής ισότητας της παράνομης αποσχιστικής οντότητας στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, ως προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων, καθώς και η λύση δύο χωριστών κρατών είναι απαράδεκτες, είναι αντίθετες προς το Διεθνές Δίκαιο. Είναι αντίθετες προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και φυσικά απορρίπτονται επί της αρχής. Είναι όμως και αντίθετες με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως εκπροσωπείται από τη νόμιμη κυβέρνησή της.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί την αποσχιστική οντότητα ως μέλος της, εάν η Τουρκία και η σημερινή τουρκοκυπριακή ηγεσία επιμείνουν στα διχοτομικά σχέδιά τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι το έχει αντιληφθεί περισσότερο από κάθε άλλο η πλειονότητα των γηγενών Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι επιθυμούν να παραμείνουν κομμάτι της ευρωπαϊκής οικογένειας, γι’ αυτό και διαδηλώνουν, γι’ αυτό και αντιδρούν. Και είναι προφανές ότι η Τουρκία κλιμακώνει σταθερά την ένταση με νέα τετελεσμένα στην Κύπρο. Με τη δημιουργία δε νέων βάσεων στα Κατεχόμενα επιβεβαιώνει δυστυχώς τις ευρύτερες βλέψεις της στην Ανατολική Μεσόγειο, στη γνωστή παραβατική λογική του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας. Ενός δόγματος δυστυχώς βαθύτατα αναθεωρητικού και επιθετικού εις βάρος, όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και της Ελλάδος και άλλων χωρών της Ανατολικής Μεσογείου.
Στην λογική αυτού του δόγματος η Τουρκία πρόσφατα εγκαλεί την Ελλάδα για την αμυντική προστασία των νησιών μας. Η σχετική προκλητική επιστολή προς τα Ηνωμένα Έθνη έχει ήδη απαντηθεί. Προσέξτε, όμως, εδώ τον παραλογισμό. Η Τουρκία που εισέβαλε και κατέχει το 38% της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Τουρκία που έχει κηρύξει εις βάρος της Ελλάδος casus belli, ισχυρίζεται ότι κινδυνεύει η ασφάλειά της από τα μέτρα αυτοπροστασίας της χώρας μας. Η χώρα η οποία διατηρεί απέναντι από τα νησιά μας, στην ηπειρωτική Τουρκία, τη στρατιά του Αιγαίου, με αποβατική ταξιαρχία, διατείνεται ότι απειλείται από την Ελλάδα. Επιτέλους, χρειάζεται λίγη σοβαρότητα.
Εγώ θα το πω για ακόμα μια φορά: Κάθε σπιθαμή ελληνικού εδάφους, ηπειρωτικού ή νησιωτικού και κάθε Έλληνας πολίτης έχει το ίδιο απαράγραπτο και αναφαίρετο δικαίωμα στην ασφάλεια και την άμυνα. Και η Ελλάδα ουδέποτε παραιτήθηκε ή θα παραιτηθεί από το υπέρτατο δικαίωμα της αυτοάμυνας που της αναγνωρίζει ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών.
Με τον κ. Πρόεδρο είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε και τις εξελίξεις στο μέτωπο της αντιμετώπισης της πανδημίας. Είχα την ευκαιρία να τον συγχαρώ και για την πρόοδο των εμβολιασμών στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αντιμετωπίζουμε, πιστεύω, κοινά ζητήματα στην προσπάθεια μας να πείσουμε τους συμπολίτες μας οι οποίοι ακόμα είναι διστακτικοί στο να πάρουν την απόφαση να εμβολιαστούν, να κάνουν αυτό το βήμα. Και νομίζω ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε πια Ελλάδα και Κύπρος, αλλά και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες είναι κοινή για το πώς θα φτάσουμε και θα χτίσουμε το τείχος ανοσίας. Θα το κάνουμε πάντα με πειθώ, με επιχειρήματα και εξηγώντας στους συμπολίτες μας ότι σήμερα οι ανεμβολίαστοι κινδυνεύουν πραγματικά. Και αρκεί να δει κανείς τα δεδομένα και στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα, ποιοι είναι οι συμπολίτες μας οι οποίοι νοσηλεύονται σήμερα, ποιοι διασωληνώνονται, ποιοι δυστυχώς χάνουν την ζωή τους, για να διαπιστώσει κανείς ότι τους τελευταίους μήνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν δυστυχώς ανεμβολίαστοι, συμπολίτες μας που θα μπορούσαν να είχαν προστατευθεί, αν είχαν κάνει την επιλογή να εμβολιαστούν. Αλλά και στα ζητήματα αυτά, όπως και στον συντονισμό του ανοίγματος για να μπορέσουμε να φιλοξενήσουμε επισκέπτες αυτή την πολύ σημαντική τουριστική περίοδο, να γνωρίζετε ότι είμαστε πάντα σε απόλυτο συντονισμό με την Κύπρο.
Φίλε Πρόεδρε, κλείνω λέγοντας ότι οι δύο χώρες μας, πορεύονται πάντα με στόχο τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ανατολική Μεσόγειο. Και πάντα με διάθεση για συνεργασία με όλους και πριν απ’ όλα με τους γείτονές μας, με τους οποίους οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν πάντα ανοιχτοί παρά τις δυσκολίες. Αλλά πάντα, όμως, με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο, τις ειρηνικές προθέσεις και τη συνέπεια λόγων και πράξεων. Και στη σύνθετη αυτή πραγματικότητα οφείλουμε να συνεργαστούμε και όπως πάντα να την αντιμετωπίσουμε από κοινού.»
Από την πλευρά του ο κ. Νίκος Αναστασιάδης τόνισε:
«Όπως και ο Πρωθυπουργός ανέφερε, η σημερινή μας συνάντηση, ενόψει της αυριανής τριμερούς, στόχο είχε την ανταλλαγή και ενημέρωση για τα τελευταία τεκταινόμενα, τα όσα καταγράφονται μετά τις νέες έκνομες ενέργειες της Τουρκίας και ιδιαίτερα όσον αφορά την αλλαγή του καθεστώτος της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου.
Σημειώσαμε, πέραν της αυστηρής προεδρικής δήλωσης του Συμβουλίου Ασφαλείας, στις 23 Ιουλίου, τη σημερινή εξίσου σημαντική δήλωση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκ μέρους του συνόλου των κρατών, αυστηρότατη όπως και εκείνη του Συμβουλίου Ασφαλείας, μία στήριξη η οποία είναι απολύτως απαραίτητη κάτω από τις συνεχιζόμενες συμπεριφορές της Τουρκίας.
Το αντικείμενο του μεταξύ μας συντονισμού εστιάζεται και στις δράσεις που από κοινού θα αναλάβουμε ενόψει της νέας αξίωσης της Τουρκίας και της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για την αλλαγή βάσης λύσης του Κυπριακού με την αναγνώριση κυριαρχίας στο παράνομο υποτελές μόρφωμα από την Τουρκία. Μία αξίωση που θα πρέπει να πω ότι είναι κάθετα αντίθετη με το σύνολο των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και σίγουρα εκτός των όρων εντολής του Γενικού Γραμματέα.
Είναι αδιανόητο να αναμένει κανένας ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά μπορεί να αποδεχτεί την δημιουργία ενός μορφώματος, δηλαδή ενός ανεξάρτητου κράτους, το οποίο θα ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία. Και στο οποίο κατά βάση κανένα ανθρώπινο δικαίωμα ή δικαίωμα των Ελληνοκυπρίων που έχουν προσφυγοποιηθεί, των οποίων οι περιουσίες έχουν σφετεριστεί από την κατοχική Τουρκία, θα μπορεί να ελπίζει κανένας, ότι ένα ανάλογο μόρφωμα, θα μπορεί να είναι βιώσιμο ή ανεκτό είτε από τα Ηνωμένα Έθνη είτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μία αξίωση που όπως αντιλαμβάνεστε είναι -όπως έχω προαναφέρει- κάθετα αντίθετη και με τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τον φίλο Πρωθυπουργό, έχουμε επίσης συμφωνήσει, ότι θα ενταθούν οι προσπάθειες έτσι ώστε το συντομότερο, να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στον Γενικό Γραμματέα να προχωρήσει στην σύγκληση μιας νέας Συνόδου για το Κυπριακό με ουσιαστικό διάλογο, με δημιουργικό διάλογο, έτσι ώστε να καταλήξουμε σε μια βιώσιμη λειτουργική λύση η οποία θα επιτρέψει επιτέλους να συμβιώσουμε ειρηνικά με τους συμπατριώτες μας, πέραν και μακριά από εγγυήσεις ή εξαρτήσεις σαν αποτέλεσμα των εγγυήσεων, της παρουσίας κατοχικών στρατευμάτων.
Θέλω για πολλοστή φορά να καταστήσω σαφές, πως δεν τίθεται θέμα αποδοχής των προαπαιτουμένων που η Τουρκία θέτει, με απώτερο στόχο τη δημιουργία προϋποθέσεων για λύση δύο κρατών. Την ίδια ώρα θέλω να επαναλάβω την ετοιμότητα, αποφασιστικότητα και πολιτική βούληση, να συμμετάσχω σε ένα διάλογο που θα επαναρχίσει από εκεί όπου είχε διακοπεί στο Κραν Μοντανά. Η τουρκική αδιαλλαξία οδήγησε στην αποτυχία του Κραν Μοντανά, η εμμονή στη συνέχιση των εγγυήσεων, η εμμονή στην παρουσία κατοχικών στρατευμάτων και η δημιουργία στρατιωτικής βάσεως -κάτι που διαφαίνεται να υλοποιείται με τα σημερινά σχέδια- δεν επέτρεψε, δυστυχώς, όταν είχαμε φτάσει σε σημαντικό βαθμό προόδου όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού, να έχει επιτυχές τέλος εκείνη η συνάντηση.
Αυτό που επιδιώκουμε, αυτό που ζητούμε από τον Γενικό Γραμματέα είναι να επαναρχίσει ο διάλογος, όχι ψάχνοντας να βρούμε κοινό έδαφος, γιατί κοινό έδαφος υπάρχει: Είναι τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, είναι οι όροι εντολής του Γενικού Γραμματέα. Δεν μπορεί να εκφύγουμε από τα πλαίσια όπως έχουν καθοριστεί.
Την ίδια ώρα βεβαίως θα πρέπει να πω ότι σαν αποτέλεσμα της άριστης συνεργασίας που έχουμε με την Κυβέρνηση, τον Πρωθυπουργό, τον Υπουργό Εξωτερικών, είναι αποδεδειγμένο ότι επιτυγχάνουμε και αυτό που το δίκιο υπαγορεύει: Την ισχυρή καταδίκη, τις ισχυρές αποφάσεις όσον αφορά τις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας. Και δεν είναι γιατί η Ελλάδα ή η Κύπρος είναι υπερδυναμεις, αλλά είναι γιατί έχουμε ακριβώς ως ασπίδα ή ως όπλο το Διεθνές Δίκαιο. Αυτό είναι που πρέπει ο κ. Ερντογάν να αναλογιστεί και να δει πως προσαρμόζεται επιτέλους με το Διεθνές Δίκαιο τιμώντας, αν μη τι άλλο, τα όσα υπόσχεται ή εκστομεί κατά καιρούς περί της νομιμότητας των ενεργειών του ή των δράσεων που η Τουρκία μέσα στα πλαίσια μιας νεο-οθωμανικής αντίληψης επιδιώκει.
Βεβαίως είχαμε και την ευκαιρία, όπως ορθώς αναφέρθηκε από τον Πρωθυπουργό, να συζητήσουμε και τα της πανδημίας, τα όσα ο λαός αντιμετωπίζει, τα προβλήματα που οι χώρες μας αντιμετωπίζουν και όχι μόνο. Είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, που αυτό που υπαγορεύει είναι επιτέλους να γίνει συνείδηση στον καθένα ότι επιβάλλεται από την ώρα που η επιστήμη έχει προσφέρει το αντίδοτο, το όπλο αντιμετώπισης της πανδημίας, να το αξιοποιήσει ο καθένας. Είναι θέμα ατομικής αλλά και κοινωνικής ευθύνης απέναντι στο σύνολο. Οι από κοινού προσπάθειες προς τον λαό της κάθε μιας χώρας είναι μέσα στα πλαίσια που καθορίζει και η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Διεθνής Οργανισμός Υγείας. Και συνεπώς όσοι, για όποιους λόγους, που είναι ελεύθεροι να σκέφτονται και έτσι να πράττουν, δειλιούν ή αντιστέκονται εις αυτό που υπαγορεύει η ιατρική επιστήμη θα πρέπει να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το καλό των ιδίων, για το καλό της υγείας των πολλών, για το καλό της οικονομίας της χώρας.
Αγαπητέ μου Κυριάκο, θέλω θερμά να σε ευχαριστήσω. Θα έχουμε την ευκαιρία και αύριο σε μία σειρά από εκδηλώσεις να είμαστε μαζί, είτε αυτή είναι η Διακοινοβουλευτική του Ελληνισμού, είτε είναι η Τριμερής με την Ιορδανία, είτε αργότερα το βράδυ στις εκδηλώσεις της ΑΧΕΠΑ.
Και πάλι σε ευχαριστώ για τη φιλοξενία, αλλά και για τη σημαντική βοήθεια στα προβλήματα που η Κύπρος αντιμετωπίζει.»