Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 53 δευτ.]
Ο όρος «βαριά βιομηχανία» συνδέεται παραδοσιακά με δραστηριότητες έντασης κεφαλαίου και υλικής παραγωγής, όπως η χαλυβουργία, η ναυπηγική, η χημική βιομηχανία και η βαριά μηχανική. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει τη σημασία του τουρισμού στην εθνική οικονομία. Η μεταφορά αυτή προκαλεί συχνά αντιδράσεις, ιδιαίτερα όταν προσεγγίζεται υπό το πρίσμα κλασικών οικονομικών θεωριών, όπως αυτή του Άνταμ Σμιθ.
Ο Σμιθ, στον «Πλούτο των Εθνών», διαχώριζε την παραγωγική από τη μη παραγωγική εργασία, θεωρώντας ότι μόνο οι δραστηριότητες που παράγουν υλικά αγαθά αυξάνουν τον εθνικό πλούτο. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, οι υπηρεσίες δεν δημιουργούν διαρκή αξία, αφού καταναλώνονται αμέσως και δεν συμβάλλουν στη συσσώρευση κεφαλαίου. Με βάση αυτή την αντίληψη, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο τουρισμός, ως καθαρά υπηρεσιακή δραστηριότητα, δεν μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο οικονομικής αυτάρκειας ή διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Ωστόσο, η σύγχρονη οικονομική σκέψη έχει ξεπεράσει αυτή τη διάκριση. Οι υπηρεσίες αναγνωρίζονται πλέον ως σημαντικός παραγωγικός τομέας, ιδίως όταν συνδέονται με εξαγωγική δραστηριότητα, δημιουργία θέσεων εργασίας και εισροή συναλλάγματος. Ο τουρισμός στην Ελλάδα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συμβάλλει με ποσοστά άνω του 20% στο ΑΕΠ, τροφοδοτεί δεκάδες επαγγελματικούς κλάδους (ξενοδοχεία, εστίαση, μεταφορές, πολιτισμός, εμπόριο), και αποτελεί βασική πηγή απασχόλησης. Από την άποψη αυτή, είναι εύλογο να χαρακτηρίζεται «βαριά βιομηχανία», όχι κυριολεκτικά αλλά ως η σημαντικότερη οικονομική κινητήρια δύναμη της χώρας.
Ωστόσο, η υπερβολική εξάρτηση από υπηρεσίες εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Χωρίς μια ισχυρή παραγωγική βάση σε μεταποίηση, αγροτική παραγωγή και τεχνολογία, μια χώρα εισάγει περισσότερα από όσα εξάγει, εξαρτάται από τις διεθνείς ροές καινοτομίας και προϊόντων, και αδυνατεί να αναπτύξει επαρκείς και ποιοτικές θέσεις εργασίας για τους πτυχιούχους της. Το φαινόμενο αυτό είναι έκδηλο στην ελληνική περίπτωση: η παραγωγή προϊόντων έχει υποχωρήσει δραματικά, ενώ η απασχόληση συγκεντρώνεται σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Το αποτέλεσμα είναι ένα παραγωγικό κενό που οδηγεί στη φυγή ανθρώπινου δυναμικού και στη στρέβλωση του οικονομικού προτύπου.
Η ίδια τάση, σε μεγαλύτερη ή μικρότερη ένταση, παρατηρείται και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες τις τελευταίες δεκαετίες μετακίνησαν τη βιομηχανική τους παραγωγή σε τρίτες χώρες (όπως η Κίνα και η Ινδία), επιλέγοντας ένα «μεταβιομηχανικό» μοντέλο που βασίζεται στην κατανάλωση, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και την τεχνολογία. Η στρατηγική αυτή αποδείχθηκε ευάλωτη σε περιόδους κρίσης (όπως η πανδημία ή η γεωπολιτική αστάθεια), αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα εγχώριας παραγωγικής αυτάρκειας.
Αν ο τουρισμός ως υπηρεσία αποκαλείται στην Ελλάδα ως «Βαριά Βιομηχανία» τότε πώς θα πρέπει να αποκαλείται το City του Λονδίνου;
Το Λονδίνο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια χρηματοπιστωτικά κέντρα, με τεράστια οικονομική ισχύ και εξαγωγικό δυναμισμό στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, η επιτυχία του City βασίζεται σε ένα πολυεπίπεδο υπόβαθρο: ισχυρή τεχνολογική υποδομή, κορυφαία πανεπιστήμια, νομική και θεσμική σταθερότητα, και παράλληλη ύπαρξη βιομηχανικής και επιστημονικής έρευνας. Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά την απώλεια μέρους της βιομηχανικής του βάσης, διατηρεί σημαντικές παραγωγικές μονάδες και στρατηγική αυτονομία.
Αντίθετα, μια οικονομία που στηρίζεται αποκλειστικά σε υπηρεσίες όπως ο τουρισμός, χωρίς ενδογενή παραγωγή, λειτουργεί ουσιαστικά ως μερκαντιλιστική: εισάγει αγαθά, εξάγει υπηρεσίες, και εξαρτάται από εξωτερική ζήτηση. Η κατάσταση αυτή δεν επιτρέπει τη δημιουργία σταθερής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Η αναγνώριση του τουρισμού ως «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας είναι εύλογη στο πλαίσιο της παρούσας οικονομικής πραγματικότητας, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Χωρίς εγχώρια παραγωγή προϊόντων και τεχνογνωσίας, οποιαδήποτε οικονομική πρόοδος παραμένει ευάλωτη και ασύμμετρη. Η ισορροπία μεταξύ υπηρεσιών και παραγωγής αποτελεί κεντρική πρόκληση για όλες τις σύγχρονες οικονομίες — και ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα.
Η Ελλάδα όμως χρειάζεται μία νέα Εθνική Στρατηγική και Παραγωγική Ανασυγκρότηση, που θα είναι αναγκαία Συνθήκη για το Μέλλον.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να βασίζεται επ’ αόριστον στον τουρισμό και στην απορρόφηση ευρωπαϊκών πόρων, όπως τα ΕΣΠΑ, ως κύρια εργαλεία οικονομικής ανάπτυξης. Παρότι οι χρηματοδοτήσεις αυτές μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά, δεν υποκαθιστούν την ανάγκη για ένα σταθερό, παραγωγικό και εξωστρεφές οικονομικό υπόβαθρο. Η απουσία εθνικής στρατηγικής παραγωγικής ανασυγκρότησης καθιστά τη χώρα ευάλωτη σε εξωγενείς κρίσεις, περιορίζει τις δυνατότητες βιώσιμης ανάπτυξης και συντηρεί έναν φαύλο κύκλο ανασφάλειας και μετανάστευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την αναστροφή αυτής της πορείας είναι μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συμφωνία γύρω από το ερώτημα: «Ποιο αναπτυξιακό μοντέλο θέλουμε;». Η χάραξη ενός κοινού εθνικού οράματος που να υπερβαίνει τις κομματικές συγκυρίες αποτελεί τη βάση για τη σταδιακή επαναφορά της χώρας στην παραγωγή, στην καινοτομία και στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Μια τέτοια στρατηγική δεν είναι απλώς οικονομική επιλογή· αποτελεί και τη μόνη ρεαλιστική απάντηση στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας. Η επιστροφή των χιλιάδων νέων επιστημόνων που μετανάστευσαν λόγω της κρίσης εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα να βρουν στην Ελλάδα ένα σταθερό επαγγελματικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας είναι, επομένως, συνυφασμένη με την κοινωνική της συνοχή, τη δημογραφική της επιβίωση και την εθνική της κυριαρχία.