Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών με επιστολή της, στον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα δικαιώνει τις θέσεις της Ένωσής Δικαστών και Εισαγγελέων για το άρθρο 40 του σχεδίου νόμου για την ΕΣΔΙ. Ο κ. Duro Sessa Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών στην Επιστολή του υπογραμμίζει «πως η ρύθμιση που κατατέθηκε είναι δυνατό να συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας».
Ειδικότερα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επισημαίνει ότι «Απόλυτη δικαίωση των θέσεων της Ένωσής μας η επιστολή που απέστειλε χθες στον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών, διαμαρτυρόμενη για τη νέα ρύθμιση που επιχειρείται να εισαχθεί περί γραπτών αξιολογήσεων εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών, η οποία πλήττει τη δικαστική ανεξαρτησία και το κύρος Δικαστών και Εισαγγελέων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών υιοθέτησε πλήρως όλες τις αιτιάσεις και το σκεπτικό που υποβάλαμε. Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε ένα χρόνο που η Ένωσή μας υποχρεώνεται να προσφύγει στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα εκπροσώπησης των Δικαστών και δικαιώνεται απόλυτα τόσο στις θέσεις της όσο και στην ακολουθούμενη μεθοδολογία ανάδειξης των προβλημάτων σε διεθνές επίπεδο. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης οφείλει να ακούει και να λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις των Δικαστικών Ενώσεων εθνικών και ευρωπαϊκών συμμορφούμενο με βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου.
Ήδη αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη ηλεκτρονική ψηφοφορία στην οποία συμμετέχουν όλα τα μέλη μας προκειμένου να διατυπώσουν την άποψή τους για την επίμαχη ρύθμιση. Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας θα ανακοινωθούν αύριο 1η Δεκεμβρίου 2021.»
Συγκεκριμένα η επιστολή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών, κ. Duro Sessa, μεταφρασμένη από την Αντιπρόεδρο της ΕΔΕ, κ. Αικατερίνη Ντόκα, έχει ως εξής:
«Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών
Περιφερειακή Ένωση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών
Προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης
Κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα
Προς την Αυτού Εξοχότητα,
Έχω την τιμή να απευθυνθώ σε εσάς στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων μου, ως πρόσφατα εκλεγείς Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (EAJ).
Όπως ασφαλώς ενθυμείσθε, η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών την άνοιξη που προηγήθηκε εξέφρασε την ανησυχία της σε επιστολή που σας απηύθυνε, αλλά και σε Ψήφισμα που υιοθετήθηκε από τη Γενική της Συνέλευση την 22α Μαΐου 2021, σε σχέση με τον αποκλεισμό του μέλους μας, της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέως της Ελλάδας, και την μη επαρκή και έγκαιρη ενημέρωση αυτής για σημαντικά νομοσχέδια που αφορούν τροποποιήσεις στο νομικό καθεστώς του δικαστικού σώματος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών σας υπενθύμισε πως αυτή η πρακτική αντίκειται στο ευρωπαϊκό κεκτημένο που επιτάσσει τη συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων.
Τώρα για ακόμα μία φορά το μέλος μας, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων της Ελλάδας, προβάλλει πως δεν συμμετείχε στη διαμόρφωση του νομοσχεδίου που εισάγει νέους τρόπους επιμόρφωσης των δικαστών.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων μας διαβεβαίωσε πως οι Έλληνες Δικαστές επιθυμούν τη διενέργεια και τη βελτίωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης.
Όμως, η Ελληνική Δικαστική Ένωση εκτιμά πως η ρύθμιση που κατατέθηκε είναι δυνατό να συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαστικής ανεξαρτησίας. Ειδικότερα, με τη νέα ρύθμιση οι δικαστές του πρώτου και του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας θα είναι υποχρεωμένοι να υποβάλλονται σε εξετάσεις μετά την παρακολούθηση υποχρεωτικών σεμιναρίων. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων της Ελλάδας σημειώνει πως η ερμηνεία του νόμου δεν μπορεί να αξιολογηθεί εκτός της δικαιοδοτικής λειτουργίας και του προβλεπόμενου συστήματος ενδίκων μέσων, ούτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια εκπαιδευτικού προγράμματος εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών αρχικώς υπογραμμίζει πως η επιμόρφωση των εν ενεργεία δικαστών είναι δικαίωμα και υποχρέωσή τους, προκειμένου να διασφαλισθεί το υψηλό επίπεδο της δικαιοδοτικής κρίσης.
Ενώ όμως σε πολλά δικαστικά συστήματα, η αρχική εκπαίδευση ολοκληρώνεται με εξετάσεις, προκειμένου να αποδειχθεί η νομική επάρκεια που απαιτείται για το διορισμό ενός δικαστή, αντίθετα είναι πράγματι επικίνδυνο να υποβάλλεται σε εξετάσεις ένας εν ενεργεία δικαστής μετά από ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης. Η ικανότητα των δικαστών να ασκούν το λειτούργημά τους μπορεί να κριθεί μέσα από την αξιολόγηση του έργου τους, η οποία, όπως πληροφορήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών, προβλέπεται στην Ελλάδα σε τακτική βάση.
Η υποβολή των δικαστών σε έλεγχο από τους διδάσκοντες στα εκπαιδευτικά σεμινάρια ενέχει πράγματι τον κίνδυνο αδικαιολόγητης επέμβασης στη δικαστική ανεξαρτησία.
Η Γνωμοδότηση 4 του CCJE (Συμβουλευτικό Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών), ως προς το ζήτημα αυτό, αναφέρει ότι καταρχήν «η συμμετοχή των δικαστών σε προγράμματα κατάρτισης δεν μπορεί να υπόκειται σε ποιοτική αξιολόγηση, μόνο δε το αντικειμενικό γεγονός της συμμετοχής τους μπορεί να ληφθεί υπόψη στην επαγγελματική αξιολόγηση των δικαστών».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών συντάσσεται απόλυτα με αυτό το κεκτημένο, που ακολουθείται και από άλλα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά την επιμόρφωση των δικαστών.
Σύμφωνα με τις ανωτέρω αναφερόμενες αρχές, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι:
– Η ερμηνεία του νόμου μπορεί να αξιολογηθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοτικής λειτουργίας και μέσω του προβλεπόμενου συστήματος ενδίκων μέσων, δεν μπορεί όμως να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια προγράμματος επιμόρφωσης εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών.
– Αντίκειται στη θεσμική θέση ενός δικαστή να βαθμολογείται συνεχώς, μέσω γραπτών εξετάσεων, σε θεωρητικά μαθήματα, εξετάσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την προαγωγή και την επαγγελματική του ανέλιξη.
– Η θέσπιση υποχρέωσης στους δικαστές να υιοθετήσουν τη γνώμη των διαφόρων διδασκόντων ενός σεμιναρίου σε νομικά ζητήματα, προκειμένου να επιτύχουν στις εξετάσεις, παραβιάζει την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Εξοχότατε, σας ζητώ να λάβετε υπόψη τις παραπάνω επισημάνσεις. Σας διαβεβαιώνω πως η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών είναι στη διάθεσή σας για οιαδήποτε περαιτέρω ανταλλαγή απόψεων σχετικά με αυτό το ζήτημα.
Με εκτίμηση,
Duro Sessa
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών».