Το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις Εταιρείες Διαχείρισης τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΕΔΑΔΠ).
Στην ομιλία του, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε:
«Είναι ιδιαίτερη χαρά και τιμή για εμένα να βρίσκομαι εδώ απόψε και να απευθύνω την εναρκτήρια ομιλία στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ή όπως έχει καθιερωθεί στην αγορά, «NPLs Servicers ή Εταιρείες Διαχείρισης». Ενός κλάδου, που με λίγα μόνο χρόνια ζωής, αριθμεί ήδη 25 εταιρείες -με διαφορετικά επίπεδα δραστηριοποίησης σήμερα η κάθε μία από αυτές- και που μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.
Ο ρόλος των εταιρειών της Ένωσής σας μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτός αν αναλογιστούμε ότι, με βάση τα εποπτικά στοιχεία Ιουνίου 2021, η ονομαστική αξία των δανείων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης ανέρχεται σε περίπου 67 δισεκ ευρώ. Το ποσό αυξάνεται σε περίπου 130 δισεκ. ευρώ αν συνυπολογίσουμε και τις (ενήμερες και μη) εντός και εκτός ισολογισμού απαιτήσεις που διαχειρίζονται οι Εταιρείες Διαχείρισης. Τα ανωτέρω ποσά θα αυξηθούν όταν ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) τον επόμενο 1 ½ χρόνο, αλλά και όταν εμφανισθούν τα νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας.
Οι Εταιρείες Διαχείρισης έχουν σημαντική μέχρι σήμερα συμβολή στις προσπάθειες Πολιτείας και τραπεζών να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών από ΜΕΔ. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το μέγιστο ύψος των περίπου 107 δισεκ. ευρώ που είχαν ανέλθει τα ΜΕΔ το Μάρτιο του 2016 -με το δείκτη ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να προσεγγίζει το 50%-, στο τέλος Ιουνίου 2021 το ύψος των ΜΕΔ που βρίσκονται στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων (σε ατομική βάση) υποχώρησε σε 29,4 δισεκ. ευρώ και ο δείκτης ΜΕΔ σε 20,3%. Ο κλάδος των Εταιρειών Διαχείρισης και η δημιουργία δευτερογενούς αγοράς ΜΕΔ είχαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή. Η λειτουργία των Εταιρειών Διαχείρισης σε συνδυασμό με τη στήριξη του Ελληνικού Δημοσίου μέσω της συστημικής λύσης του προγράμματος «Ηρακλής», διευκόλυνε τις συναλλαγές πωλήσεων (είτε απευθείας σε επενδυτές είτε μέσω τιτλοποιήσεων) οι οποίες συνέβαλαν σε πάνω από το 75% της προαναφερθείσας μείωσης των ΜΕΔ. Η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός τραπεζικού κλάδου έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία καθώς οι τράπεζες απαλλαγμένες από βαρίδια του παρελθόντος θα είναι σε καλύτερη θέση να επιτελέσουν το διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία, καθώς και να επικεντρωθούν στις προκλήσεις που θέτει η εξέλιξη της τεχνολογίας.
Εντούτοις, οφείλω να επισημάνω ότι το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις Εταιρείες Διαχείρισης. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι Εταιρείες Διαχείρισης να διαχειριστούν όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει. Αυτό προϋποθέτει πλήρη αξιοποίηση του Εξωδικαστικού Μηχανισμού Ρύθμισης Οφειλών και των λοιπών διατάξεων του πρόσφατου νόμου περί Ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας, την λειτουργία του φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης του νόμου 4738/2020, αλλά και προσπάθεια επιτάχυνσης τη απονομής δικαιοσύνης όπου εκκρεμούν σχετικές διαδικασίες ή αποφάσεις.
Είναι σημαντικό οι Εταιρείες Διαχείρισης να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης σε πιστούχους, ή σε πιο αποτελεσματική διαχείριση του ενεχύρου -όπου αυτό είναι απαραίτητο- ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι αυτοί να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι, έως τώρα, καμία από τις εταιρίες διαχείρισης δεν έχει κάνει αίτημα για λήψης άδειας –κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015- που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων. Διότι σε αρκετές περιπτώσεις βιώσιμων επιχειρήσεων, η παροχή ρευστότητας στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης οφειλών είναι απαραίτητη. Μας προβληματίζει επίσης το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό καταγγελιών από ιδιώτες και επιχειρήσεις αναφορικά με τις πρακτικές που εφαρμόζουν οι Εταιρείες Διαχείρισης. Τα θέματα διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών (conduct of business) είναι μία περιοχή την οποία λαμβάνουμε σοβαρά και αξιολογούμε στο πλαίσιο των εποπτικών μας δραστηριοτήτων. Η ουσιαστική τήρηση του πρόσφατα αναθεωρημένου Κώδικα Δεοντολογίας που έχει θεσμοθετήσει η Τράπεζα της Ελλάδος αποτελεί υποχρεωτικό θεσμικό πλαίσιο τόσο για τα πιστωτικά ιδρύματα όσο και για τους servicers. Η διαχείριση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων πρέπει να γίνεται με πλήρη σεβασμό προς το δανειολήπτη και με βάση τις βέλτιστες πρακτικές όπως προβλέπονται στο Κώδικα Δεοντολογίας.
Θα ήθελα τώρα να κάνω μία μικρή αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το εθνικό θεσμικό πλαίσιο για τις Εταιρείες Διαχείρισης ρυθμίζεται από τις διατάξεις του ν. 4354/2015.[1] Αξίζει να σημειώσουμε πως οι απαιτήσεις αδειοδότησης και το αρχικό κεφάλαιο λειτουργίας διαφοροποιούνται μεταξύ των εταιρειών που προτίθενται να ασκήσουν μόνο τη διαχείριση απαιτήσεων και αυτών που προτίθενται να ασκήσουν και τη δραστηριότητα της αναχρηματοδότησης.
Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν κοινά Ενωσιακά πρότυπα για τη ρύθμιση των Εταιρειών Διαχείρισης. Κάποια κράτη μέλη ρυθμίζουν τις δραστηριότητες αυτές, αλλά ακόμη και όταν το κάνουν, τις ορίζουν πολύ διαφορετικά. Αρκετά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), απαιτούν τη χορήγηση αδειών για ορισμένες από τις δραστηριότητες των Εταιρειών Διαχείρισης. Οι εν λόγω άδειες λειτουργίας επιβάλλουν διαφορετικές απαιτήσεις και δεν παρέχουν δυνατότητες διασυνοριακής επέκτασης. Παρόμοια είναι η εικόνα στην ΕΕ και για τους αγοραστές δανείων. Κάποια κράτη μέλη ρυθμίζουν τις δραστηριότητές τους, κάποια όχι, μερικά κράτη μέλη απαιτούν άδειες με κριτήρια ισοδύναμα με αυτά της αδειοδότησης των τραπεζών και άλλα δεν ασκούν οποιοδήποτε είδος εποπτείας. Η έλλειψη ειδικού και συνεκτικού ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου για τους servicers και τους αγοραστές δανείων είχε ως αποτέλεσμα η δευτερογενής αγορά των ΜΕΔ στην ΈΕ να μη λειτουργεί αποτελεσματικά και ο όγκος των συναλλαγών να παραμένει χαμηλός.
Η δράση λοιπόν σε επίπεδο ΕΕ θεωρήθηκε αναγκαία. Στα τέλη Οκτωβρίου 2021, ψηφίστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η οδηγία για το ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο των Εταιρειών Διαχείρισης και των αγοραστών πιστώσεων, που τα κράτη μέλη θα κληθούν να ενσωματώσουν στο εθνικό τους πλαίσιο. Συγκεκριμένα, η χορήγηση άδειας για την άσκηση δραστηριοτήτων διαχείρισης δανείων σε ολόκληρη την Ένωση θα υπόκειται σε ενιαίο και εναρμονισμένο σύνολο προϋποθέσεων, που θα εφαρμόζονται με αναλογικό τρόπο από τις αρμόδιες αρχές. Στο νέο ενιαίο ευρωπαϊκό πλαίσιο υπάρχουν αντίστοιχες απαιτήσεις αδειoδότησης με το υφιστάμενο ελληνικό πλαίσιο, όπως ισχυρές απαιτήσεις διακυβέρνησης και συστήματος εσωτερικού ελέγχου, απαιτήσεις αξιολόγησης ειδικών συμμετοχών, απαιτήσεις καταλληλότητας ανώτερων διοικητικών στελεχών, καθώς και ειδικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Επίσης, μέσω του ενιαίου πλαισίου καθιερώνεται πλέον η διαδικασία μέσω της οποίας οι αδειοδοτημένες στην ΕΕ Εταιρείες Διαχείρισης ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην Ελλάδα και το αντίστροφο. Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι μέσω της επικείμενης οδηγίας θα δίνεται δυνατότητα στα κράτη μέλη να ρυθμίζουν τη μεταβίβαση συμβάσεων και των εξυπηρετούμενων δανείων επιβάλλοντας απαιτήσεις ισοδύναμες με τις απαιτήσεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και τις συμβάσεις τους.
Θα ήθελα να κλείσω την παρέμβασή μου με ορισμένες αναφορές στις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει το επόμενο διάστημα η ελληνική οικονομία σε συνάρτηση με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις.
Η πανδημία ανέκοψε προσωρινά την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας, με το ΑΕΠ να υποχωρεί κατά 9% το 2020, καταγράφοντας την δεύτερη μεγαλύτερη επιβράδυνση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Αυτή η μεγάλη ύφεση οφείλεται κυρίως στην μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά και στις εξαγωγές υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα των μειωμένων εισπράξεων από τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Ωστόσο, τα μέτρα στήριξης που έλαβαν τόσο οι δημοσιονομικές όσο και οι νομισματικές αρχές άμβλυναν σε σημαντικό βαθμό τις επιπτώσεις στην οικονομία, προστατεύοντας στο μέτρο του δυνατού τα εισοδήματα και τις θέσεις εργασίας στην ελληνική οικονομία.
Το 2021 η ελληνική οικονομία ανακάμπτει πολύ ταχύτερα από ότι αναμενόταν χάρη στην επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος και την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. Τα στοιχεία για το ΑΕΠ για τα πρώτα δύο τρίμηνα του έτους καταδεικνύουν πως τόσο οι καταναλωτές όσο και οι επιχειρήσεις προσαρμόστηκαν στις ιδιάζουσες συνθήκες. Η υποχώρηση του ΑΕΠ κατά το 1ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ήταν αντίστοιχη του μέσου όρου που παρατηρήθηκε στην ευρωζώνη, ενώ η ανάκαμψη το 2ο τρίμηνο, κατά 16,2%, που στηρίχθηκε στη ζήτηση που έχει συσσωρευθεί λόγω της αναβολής δαπανών κατά την πανδημία, στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, καθιστά την Ελληνική οικονομία μια από τις οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης με την ταχύτερη ανάκαμψη. Η εξέλιξη αυτή είχε θετικό αντίκτυπο και στην αγορά εργασίας όπου παρατηρήθηκε ισχυρή ανάκαμψη της απασχόλησης και υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας αν και, δυστυχώς, παρατηρείται ταυτόχρονα και αποθάρρυνση με συνέπεια την έξοδο μεγάλου αριθμού ατόμων από το εργατικό δυναμικό. Σε θετικό επίπεδο έχει επανέλθει ο πληθωρισμός. Η σημαντική αύξηση του ρυθμού του πληθωρισμού εκτιμάται ότι είναι εν πολλοίς παροδική, με τη μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή να προβλέπεται να παραμείνει σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα για το σύνολο του τρέχοντος έτους στην Ελλάδα. Συνεπώς, τουλάχιστον σε βραχυχρόνιο διάστημα, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αναμένεται πως θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερος του στόχου του ευρωσυστήματος, δηλαδή του 2%. Τέλος, οι καταθέσεις του ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα και ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις συνεχίζουν να καταγράφουν θετικές επιδόσεις, ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών και εταιρικών κρατικών ομολόγων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, αν και με τάση αύξησης προσφάτως λόγω της αναζωπύρωσης του πληθωρισμού διεθνώς. Οι χαμηλές αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων οφείλονται ως ένα βαθμό και στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της ΕΚΤ. Επόμενο μεγάλο στοίχημα παραμένει η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου.
Για το 2021 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από 7%, αρκετά υψηλότερα δηλαδή σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Σε αυτό συνηγορούν το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα, η αποδέσμευση της μη ικανοποιηθείσας ζήτησης, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά και η ιδιαίτερα ενθαρρυντική πορεία των επενδύσεων και των εξαγωγών. Χαρακτηριστικά, οι εισπράξεις από τον τουρισμό φαίνεται φέτος να ξεπερνούν σημαντικά τις προσδοκίες ενώ και οι εξαγωγές αγαθών (όπως είδη διατροφής, προϊόντα διυλιστηρίου και φάρμακα) φάνηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικές καθ΄ όλη τη διάρκεια της πανδημίας έως και σήμερα. Βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα που σχετίζεται με την εξέλιξη της πανδημίας και την απροθυμία εμβολιασμού μερίδας πολιτών ενώ υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια.
Τα επόμενα έτη αναμένονται ρυθμοί μεγαλύτεροι από το δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης δεδομένου του μεγάλου παραγωγικού κενού που χαρακτηρίζει σήμερα την οικονομία καθώς και λόγω του γεγονότος πως η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από μια δεκαετία που σημειώθηκε σημαντική απώλεια στο επίπεδο του ΑΕΠ. Οι παράγοντες που δικαιολογούν τέτοιες προσδοκίες είναι οι εξής:
Πρώτον, ο ρυθμός αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία τρίμηνα είναι ασυνήθιστα υψηλός (περίπου 16% του ΑΕΠ από περίπου 6% του ΑΕΠ το 2029), σε μεγάλο βαθμό λόγω των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων λόγω πανδημίας. Οι υψηλές αποταμιεύσεις αντανακλώνται στην αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 29,6 δισεκ. ευρώ – δηλαδή 18% του ΑΕΠ- από τον Μάρτιο του 2020. Η σταδιακή αποκλιμάκωση του υψηλού ρυθμού αποταμίευσης θα ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση και ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση.
Δεύτερον, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 30,5 δισεκ. ευρώ για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός.
Τρίτον, η αυξημένη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλει στη χρηματοδότηση αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Σημειώνεται επίσης ότι, μεσοπρόθεσμα, η προοπτική υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποδίδεται όχι μόνο στις αναμενόμενες επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά, ακόμα περισσότερο, στην αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκληθεί από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0».
Μεσοπρόθεσμα, με την έξοδο από την πανδημία, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και θα επιστρέψει ο προϋπολογισμός σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό, μαζί με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα διασφαλίσει τη σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που αυξήθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα των μέτρων στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Είναι σημαντικό οι ανάγκες χρηματοδότησης για την επόμενη δεκαετία να παραμείνουν διαχειρίσιμες και να διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των έκτακτων μέτρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για χαλάρωση των μακροπρόθεσμων στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, διότι η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό επίπεδο ιδιωτικού και δημόσιου χρέους καθιστούν την οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Η Ελληνική οικονομία έχει αναπόφευκτα πληγεί από την πανδημία, έχει όμως επωφεληθεί σε σημαντικό βαθμό από τις εγχώριες και ευρωπαϊκές δράσεις ανάσχεσης των επιπτώσεων της πανδημίας. Οι πόροι του νέου Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ αποτελούν πηγή σημαντικής χρηματοδότησης για τα επόμενα έξι χρόνια και είναι μια ακόμα ευκαιρία για την Ελλάδα να μετασχηματίσει την οικονομία της. Με υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και αφοσίωση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων η ελληνική οικονομία μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμη μακροπρόθεσμη μεγέθυνση.»