[χρόνος ανάγνωσης 4 λεπτά και 35 δευτ.]
Του Γιώργου Ατσαλάκη
Το οικονομικό τοπίο στην Κίνα έχει βιώσει σημαντικές αλλαγές, οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολες σε σύγκριση με την εποχή ταχείας ανάπτυξης των προηγούμενων δεκαετιών. Αυτός ο μετασχηματισμός χαρακτηρίζεται από συγκράτηση της οικονομικής ανάπτυξης, ένα φαινόμενο που ο πρόεδρος Xi Jinping έχει αναγνωρίσει ως το «νέο φυσιολογικό». Αυτή η μετατόπιση αντανακλά μια βραδύτερη, τροχιά ανάπτυξης που αποκλίνει από τους εκρηκτικούς διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης που κάποτε ήταν συνηθισμένη η Κίνα.
Οι επιπτώσεις αυτής της μετριοπαθούς ανάπτυξης είναι πολύπλευρες. Πρώτον, η μείωση του Δείκτη Τιμών Παραγωγού (PPI) κατά 2,8% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο υπογραμμίζει τα συνεχιζόμενα προβλήματα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στον βιομηχανικό τομέα. Αυτή η επίμονη αποπληθωριστική πίεση στις τιμές παραγωγού, που συνεχίζεται για πολλούς συνεχόμενους μήνες, δείχνει ότι πολλά εργοστάσια δεν λειτουργούν με πλήρη δυναμικότητα. Ένα τέτοιο σενάριο υποδηλώνει πλεόνασμα εγκαταστάσεων παραγωγής σε σχέση με τη ζήτηση. Το ποσοστό χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων παραγωγής του πρώτου τριμήνου ήταν περίπου 75%, σημειώνοντας μείωση περίπου 7 ποσοστιαίων μονάδων, υπογραμμίζοντας περαιτέρω το πρόβλημα της αδρανούς παραγωγικής ικανότητας των εργοστασίων. Αυτή η υποχρησιμοποίηση όχι μόνο αντανακλά ανεπάρκειες στην οικονομία, αλλά δείχνει επίσης μια αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς μεταποιημένων αγαθών και της ζήτησης της αγοράς. Αυτή η ανισορροπία μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές στρεβλώσεις, όπως αυξημένη ανεργία, μειωμένη κερδοφορία για τις επιχειρήσεις, χαμηλότερη συνολική οικονομική παραγωγή και απώλεια των συγκεκριμένων επενδύσεων.
Η κάμψη της αγοράς ακινήτων στην Κίνα αντανακλά μια σημαντική μεταστροφή στη δομή της κινεζικής οικονομίας. Ενώ κατά το παρελθόν, ο τομέας των ακινήτων είχε αναπτυχθεί ραγδαία, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, πλέον βρίσκεται σε μία φάση ύφεσης που αποδεικνύει την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης της οικονομίας προς νέους και πιο βιώσιμους τομείς.
Οι επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων σημείωσαν μια σημαντική πτώση στο πρώτο τρίμηνο του 2024, με μείωση 9,5% σε ετήσια βάση. Η συρρίκνωση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στις πωλήσεις ακινήτων, οι οποίες μειώθηκαν περίπου 27%. Αυτό υποδεικνύει ότι ο τομέας παρουσιάζει συσσωρευμένα αποθέματα που δεν έχουν βρει αγοραστή, προκαλώντας περαιτέρω πτώση των τιμών και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να περιορίσουν τις νέες επενδύσεις.
Η μείωση της συμβολής του τομέα των ακινήτων στο ΑΕΠ από περίπου 11% σε 6% από το 2023 αντιμετωπίζεται από την Κίνα από την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής της Κίνας προς την προώθηση της καινοτομίας και της τεχνολογίας.
Η κινεζική κυβέρνηση επικεντρώνεται πλέον στην υποστήριξη τομέων υψηλής τεχνολογίας, αιολικών, ηλιακών προϊόντων, μπαταριών και στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, τα οποία θα μπορούν να προσφέρουν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και ενδέχεται να είναι πιο βιώσιμα μακροπρόθεσμα από τις επενδύσεις στα ακίνητα.
Το ευρύτερο οικονομικό και γεωπολιτικό πλαίσιο διαδραματίζει επίσης ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των προκλήσεων. Εσωτερικά, η Κίνα αντιμετωπίζει πιέσεις από δημογραφικές αλλαγές, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η μείωση των ποσοστών γεννήσεων, οι οποίες έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην προσφορά εργασίας και τον οικονομικό δυναμισμό. Εξωτερικά, το ανταγωνιστικό τοπίο εντείνεται με την οικονομική διαμάχη από άλλες παγκόσμιες δυνάμεις, απαιτώντας προσαρμογές στις οικονομικές στρατηγικές και πολιτικές της Κίνας προς την κατεύθυνση, να διεξάγει θεμιτό διεθνές εμπόριο. Επί πλέον αντιμετωπίζει την ανάγκη για διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού ώστε να μην εξαρτάται η παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια από μία μόνο χώρα. Η πολιτική αβεβαιότητα και οι γεωπολιτικές εντάσεις ενδέχεται να επηρεάσουν τη σταθερότητα των προμηθειών από την Κίνα, κάτι που ώθησε κάποιες χώρες να εξετάσουν την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ή την αναζήτηση άλλων εταίρων.
Το 2023, για πρώτη φορά σε δύο δεκαετίες, το Μεξικό ξεπέρασε την Κίνα ως η κύρια πηγή εισαγωγών των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εξαγωγές της Κίνας μειώθηκαν κατά 20% το 2023. Παράλληλα οι κινεζικές επενδύσεις στο Μεξικό έχουν διπλασιαστεί από το 2018, υποκρύπτοντας ότι ένα σημαντικό μέρος των αγαθών που εισέρχονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό μπορεί να εξακολουθούν να προέρχονται από κινεζικές εγκαταστάσεις παραγωγής ή να βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε κινεζικά ημιτελή προϊόντα. Η Κίνα χρησιμοποιεί το Μεξικό για να συνεχίσει να εξάγει αγαθά στις ΗΠΑ παρακάμπτοντας τους δασμούς.
Είναι προφανές ότι η Κίνα βαδίζει προς μια πιο διαφοροποιημένη και τεχνολογικά προηγμένη οικονομία, αφήνοντας πίσω τις παλαιότερες, πιο ευάλωτες βιομηχανίες. Αυτή η μεταβατική περίοδος θα απαιτήσει ρυθμίσεις και προσαρμογές τόσο από την εγχώρια πολιτική όσο και από τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
Η Κίνα όμως αντί να στηριχθεί στην ανάπτυξη της εσωτερικής ζήτησης για να απορροφήσει την πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα στα εργοστάσια της, εξακολουθεί να διαπράττει στρατηγικά σφάλματα ανάπτυξης επιμένοντας να έχει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα σε βάρος των χωρών που έχουν εμπορικά ελλείμματα. Ακολουθεί κατά γράμμα την πορεία προς την συρρίκνωση που ακολούθησε η Ιαπωνία τα τελευταία 30 χρόνια. Η Ιαπωνία μετά από πολυετή εξαγωγικά εμπορικά πλεονάσματα, βίωσε τη στασιμότητα της οικονομίας και του νομίσματος της μέχρι σήμερα, καθώς δεν κατάφερε να αναπτύξει την εσωτερική της ζήτηση, όταν οι άλλες χώρες μείωσαν τα εμπορικά τους ελλείμματα.
Η Κίνα με τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα ύψος $840 δις το 2022 (από τα οποία προέρχονται κατά 395 με την ΕΕ και κατά 380 με την ΗΠΑ) εξακολουθεί να στηρίζει την οικονομική της ανάπτυξη στα εξαγωγικά εμπορικά πλεονάσματα επαναλαμβάνοντας το σφάλμα της Ιαπωνίας.
Δεν αντιλαμβάνεται όμως ότι για να έχει η Κίνα εμπορικά πλεονάσματα, κάποιες άλλες χώρες θα πρέπει να έχουν εμπορικά ελλείμματα. Σήμερα πλέον οι δύο μεγάλες αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι διατεθειμένες να συνεχίσουν να έχουν τεράστια εμπορικά ελλείμματα με την Κίνα. Οι ΗΠΑ προτιμούν να εισάγουν από το Μεξικό, το οποίο παράλληλα εισάγει από τις ΗΠΑ με το πλεονέκτημα της εγγύτητας και της ασφάλειας, χωρίς να χρειάζονται τα εμπορεύματα να ταξιδεύουν από περιοχές που διαταράσσονται από τους κάθε Χούθι κλπ..
Μετά την Αμερική που αποσυνδέεται σταδιακά από την Κίνα, και η Ευρώπη αρχίζει να αναζητά εγγύτερους παραγωγούς ώστε να μη χρειάζεται τα εμπορεύματα να διασχίζουν τις θαλάσσιες διαδρομές που διαταράσσουν οι Χούθι και κάθε άλλος πρόθυμος.
Ο κινέζος πρόεδρος διαβλέποντας την τάση της ΕΕ για αποσύνδεση από τη αγορά της Κίνας, έρχεται σε ευρωπαϊκές χώρες της πρώην σοβιετικής Ένωσης για να συνάψει συμφωνίες με σκοπό να μεταφερθεί εκεί η πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότατα των εργοστασίων της ώστε να συνεχίσει να εξάγεις δια της πλαγίας οδού στην ΕΕ όπως κάνει και μέσω του Μεξικού στις ΗΠΑ χωρίς τον κίνδυνο των δασμών. Επίσης θα προσπαθήσει να αποτρέψει την ΕΕ να μειώσεις το εμπόριο με την Κίνα και να επιβάλει δασμούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας (χώρες όπως η Τουρκία έχουν είδη επιβάλει 40% δασμούς στις εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκίνητων από Κίνα).
Οι κινέζοι προβάλουν το επιχείρημα ότι τώρα έχουν πολύ φθηνά ηλιακά και αιολικά προϊόντα, τα οποία η ΕΕ έχει ανάγκη για την ενεργειακή της μετάβαση. Στην κινέζικη οικονομία η κερδοφορία βυθίζεται σε πολλές από αυτές τις εταιρείες και οι πόλεμοι τιμών μεταξύ τους λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής, μειώνουν τις τιμές εξαγωγών.
Ο κινέζος πρόεδρος έρχεται να τονίσει ότι η προοπτική αποσύνδεσης των δυτικών χωρών από τις κινεζικές εισαγωγές στον τομέα της καθαρής ενέργειας όπως φωτοβολταϊκά πάνελ, ανεμογεννήτριες και άλλα στοιχεία της πράσινης υποδομής, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του κόστους μετάβασης για την Ευρώπη. Εκτιμούν ότι αυτή η αποσύνδεση θα κοστίσει περίπου 4-6 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος της ενεργειακής μετάβασης κατά 20%.
Η κατανόηση αυτών των τάσεων είναι ζωτικής σημασίας για τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς πλοηγούνται στις πολυπλοκότητες της διατήρησης της οικονομικής ανάπτυξης σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις εσωτερικές ανεπάρκειες και προσαρμοζόμενοι στις εξωτερικές ανταγωνιστικές πιέσεις. Η κατάσταση αυτή απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό και καινοτόμες πολιτικές για την τόνωση της ζήτησης, τη βελτιστοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση της συνολικής οικονομικής ανθεκτικότητας. Το διεθνές εμπόριο δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ όταν γίνεται σε βάρος των χωρών που έχουν εμπορικά ελλείμματα και μάλιστα με αθέμιτο τρόπο (εξαγωγές σε τιμές κάτω του κόστους, χωρίς προστασία των εμπορικών σημάτων, με κρατικές επιδοτήσεις, τεχνητή υποτίμηση του γουάν, κλπ.).