[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά]
Του Σωκράτη Αργύρη
Η κατάρρευση μιας Αμερικάνικης Τράπεζας πάντα δημιουργεί ερωτηματικά για το εν γένει τραπεζικό σύστημα στον δυτικό κόσμο.
Αυτό όμως που πρέπει να ξέρουμε είναι ότι το αποτέλεσμα ενός bail in*, για να θυμηθούμε την ορολογία των μνημονιακών εποχών, έχει διαφορετικές αιτίες την κάθε φορά.
[*Τα κράτη-μέλη διασφαλίζουν πως σε περίπτωση κατάρρευσης μίας τράπεζας οι πρώτες ζημιές θα επιβαρύνουν τους πιστωτές και τους καταθέτες και όχι τους φορολογούμενους, άσχετα που οι φορολογούμενοι τις πλήρωσαν με τα μνημόνια δηλαδή τα μέτρα λιτότητας.
Καλό είναι να θυμηθούμε ότι στις 16 Μαρτίου 2013 την τότε συμφωνία της ΕΕ με την κυβέρνηση Αναστασιάδη για την άντληση €5,8 δις με φορολόγηση – κούρεμα των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες. Το κούρεμα ορίστηκε στο 6,7% για καταθέσεις έως €100.000 και 9,9% για καταθέσεις που υπερβαίνουν τα €100.000.]
Για την Ιστορία θα θυμίσουμε επίσης, μετά την κρίση του 1929 και κατά τη διάρκεια των 10 πρώτων μηνών του 1930, 744 αμερικανικές τράπεζες κατέρρευσαν, ενώ μέχρι τα τέλη του έτους ανέρχονταν συνολικά στις 9.000. Το 1933, οι καταθέτες είχαν σημειώσει απώλειες $ 140 δισεκατομμυρίων.
Βέβαια ακόμα δεν έχουν καταλήξει οι οικονομολόγοι σε κοινό συμπέρασμα για αυτή την κρίση. Άλλες αιτίες της κρίσης θεωρούν οι μονεταριστές, άλλες οι Κεϋνσιανιστές και άλλες οι μαρξιστές.
Ο αυστριακός οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ μαζί με τον αμερικανό Μούρεϋ Ρόθμπαρντ, που έγραψαν την πραγματεία America’s Great Depression το 1963, εκεί θεωρούν ότι ο βασικός παράγοντας της κρίσης ήταν η εξάπλωση των χρηματικών αποθεμάτων το 1920 που οδήγησε σε μια τεράστια φούσκα, καθοδηγούμενη από την πιστωτική εξάπλωση. Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, η Fed, η οποία ιδρύθηκε το 1913, φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης.
Μάλιστα ο Χάγιεκ, σε μια αναφορά στο Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, τον Φεβρουάριο του 1929 είχε προβλέψει την οικονομική πτώση, δηλώνοντας πως «η φούσκα θα σκάσει μέσα στους επόμενους μήνες».
Η κατάρρευση της Αμερικάνικης Τράπεζας SVB συνέβη μέσα σε λίγα 24ωρα εξαιτίας ενός συνδυασμού μαζικής απόσυρσης καταθέσεων και αποκάλυψης «κρυμμένων» αρνητικών υπεραξιών από κρατικά ομόλογα:
Η SVB αντλούσε καταθέσεις από νεοφυείς τεχνολογικές επιχειρήσεις, οι οποίες λάμβαναν χρηματοδότηση από venture capital. Με την αύξηση των επιτοκίων, η χρηματοδότηση αυτή «στέγνωσε» και οι startups άρχισαν να αποσύρουν καταθέσεις από την SVB για να χρηματοδοτήσουν τη λειτουργία τους, ενώ το φαινόμενο πήρε τις τελευταίες ημέρες διαστάσεις χιονοστιβάδας όταν απέσυραν τις καταθέσεις τους ξαφνικά μεγάλα fund, όπως το Peter Thiel Fund που επενδύει σε νεοφυείς επιχειρήσεις.
Για να καλύψει τις εκροές καταθέσεων, η SVB υποχρεώθηκε να πουλήσει κρατικά ομόλογα αξίας 21 δισ. δολ., όμως σε αυτό το σημείο εμφανίσθηκε η δυσμενής επίδραση από τα αυξημένα επιτόκια, που μειώνουν την τρέχουσα αξία των ομολόγων. Από την πώληση των ομολόγων, η τράπεζα ενέγραψε ζημιά της τάξεως των 2 δισ. δολ. και αμέσως υποχρεώθηκε να αναγγείλει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου αντίστοιχου ύψους για να την καλύψει, μια αύξηση που εξαρχής φάνηκε ότι ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, καθώς ουδείς εμπιστεύεται, σε αυτές τις συνθήκες, το επιχειρηματικό μοντέλο της τράπεζας. Η αποτυχία της προσπάθειας για άντληση κεφαλαίων οδήγησε στην κατάρρευση και κρατικοποίηση της τράπεζας.
Αυτό που ανησυχεί τις αγορές και προκαλεί πυρετώδη δραστηριοποίηση των short sellers στις αγορές ΗΠΑ και Ευρώπης, οι οποίοι ψάχνουν τις επόμενες τράπεζες που θα μπορούσαν να βρεθούν σε κίνδυνο κατάρρευσης, είναι ότι οι αμερικανικές, όπως και οι ευρωπαϊκές τράπεζες, μετά την αύξηση των επιτοκίων στις δύο όχθες του Ατλαντικού «κάθονται» σε τεράστιες, κρυμμένες ζημιές από τα χαρτοφυλάκια ομολόγων.
Η Λαγκαρντ π.χ. αγόραζε ελληνικά ομόλογα, χωρίς να πληρούν τα κριτήρια της ΕΚΤ που πρέπει να βρίσκονται στην επενδυτική βαθμίδα.
Η ΕΚΤ χρησιμοποίησε ένα τρικ βέβαια για να επενδύσει σε ομόλογα της Ιταλίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ελλάδος, το έκανε με κεφάλαια που θα προέρχονταν από Γερμανικά, Γαλλικά και Δανικά ομόλογα που λήγουν.
Έμμεσα δηλαδή η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα των αδύναμων χωρών του Νότου, χρησιμοποιώντας κεφάλαια των ισχυρών και πιο εύρωστων δημοσιονομικά κρατών.
Όμως κατά 1,847 δισ. ευρώ μείωσε η ΕΚΤ τις θέσεις της στα ελληνικά ομόλογα το δίμηνο Δεκεμβρίου 2022 – Ιανουαρίου 2023, τη μεγαλύτερη μείωση στο σύνολο όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης, φέρνοντας έτσι το σύνολο των θέσεών της στους ελληνικούς τίτλους στα 37,76 δισ.
Η τάση αυτή στηρίζει το γεγονός ότι το πρόγραμμα δανεισμού για το 2023, έχει περιοριστεί στα μόλις 7 δισ. ευρώ (ομόλογα), στην διατήρηση του «φουσκωμένου» μαξιλαριού [που είναι το υπόλοιπο του δανείου από το τρίτο μνημόνιο] και την συνέχιση της προεξόφλησης του διακρατικού δανείου (GLF) που άρχισε από τα τέλη του 2022.
Η εικόνα που προκύπτει με αυτά τα δεδομένα για το ελληνικό χρέος έχει συρρικνώσει, σε πραγματικούς όρους, σε πολύ χαμηλά επίπεδα το μεσοβραχυπρόθεσμο αλλά και το μακροπρόθεσμο country risk.
Τα υψηλά επιτόκια όμως έχουν μειώσει σοβαρά την τρέχουσα αξία των ομολόγων και μόνο στις ΗΠΑ οι εποπτικές αρχές υπολογίζουν ότι οι αρνητικές υπεραξίες, στα τέλη του 2022, έφθαναν στα 620 δισ. δολ.
Βέβαια αυτό πιστεύουμε, θα αναγκάσει τις Κεντρικές Τράπεζες να συγκρατήσουν την αύξηση των επιτοκίων ή και να τα μειώσουν θα λέγαμε, με όποιες συνέπειες η απόφαση αυτή θα έχει στο πληθωρισμό.