Κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (ΠΕΚ) το βιβλίο του Γιάννη Τσιώμη «Η Αθήνα ξένη στον εαυτό της – Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ».
Το βιβλίο αυτό, πλούσιο σε εικονογραφικό υλικό από το έργο που κληροδότησαν οι κυριότεροι τεχνίτες αυτού του νέου τόπου εξουσίας —ανάμεσά τους ο Λέο φον Κλέντσε, ο Έντουαρντ Σάουμπερτ και ο Σταμάτιος Κλεάνθης—, δεν ανιχνεύει απλώς την πορεία μιας αστικής εποποιίας· αποτυπώνει παραστατικά το πορτρέτο μιας ηπείρου που την αρδεύουν οι πολιτισμικές ανταλλαγές και οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και που στο παράδειγμα της Αθήνας βρήκε την ευκαιρία να αναδείξει μια «ευρωπαϊκή καλλιτεχνική υπόθεση».
Το πεπρωμένο της Αθήνας ήταν παράδοξο: μια μικρή κωμόπολη, με βαρύ ιστορικό παρελθόν, ξεχασμένη όμως στο πέρασμα των αιώνων, γίνεται η καρδιά ενός νέου εθνικού κράτους. Ειδικά στην περίπτωση της Αθήνας, η επιλογή της πρωτεύουσας είναι μια πράξη αποφασιστικής σημασίας, καθώς σηματοδοτεί τη ρήξη με τη μακρά οθωμανική κυριαρχία. Η αποκατάσταση και η δημιουργία των μνημείων της, η χάραξη του πολεοδομικού της σχεδίου, των αξόνων και των προοπτικών της εκφράζουν τη νέα αποστολή της στο σταυροδρόμι της πολιτικής, της ιδεολογίας και της αισθητικής.
Την επομένη της ελληνικής ανεξαρτησίας, η Αθήνα μεταφέρθηκε στον ίδιο τόπο όπου γεννήθηκε: βρισκόταν εκεί και συνάμα έπρεπε να επινοηθεί. Η ερειπωμένη και θαμμένη αρχαία πόλη αναγορεύεται σε πρωτεύουσα του νέου κράτους από τους Βαυαρούς και, υπό την αιγίδα μιας Ευρώπης ζωογονημένης από την κυκλοφορία ιδεών, τεχνών και επιστημών, γνωρίζει το ξεκίνημα της αναγέννησής της και την είσοδό της στη νεωτερικότητα.
Ο σχεδιασμός της νέας πόλης ανατίθεται σε Γάλλους, Γερμανούς και Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς που είχαν σπουδάσει στο Παρίσι, στο Μόναχο και στο Βερολίνο και αντλούσαν έμπνευση από τα έργα μεγάλων μορφών του κλασικισμού, όπως ο Ντυράν ή ο Σίνκελ. Από το 1833, η Αθήνα γίνεται ένα πεδίο εμπειριών που θα ενσαρκώσει εντέλει την ουσία της σύγχρονης πρωτεύουσας και όπου, μέσω της πολεοδομίας, θα αναδειχθεί ένα κίνημα που θα γίνει οικουμενικό: ο νεοκλασικισμός.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Γιάννης Τσιώμης (1944-2018), αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και ιστορικός των πόλεων, γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή των Beaux-arts και στην École des Hautes études en Sciences Sociales (EHESS) στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε το 1967 μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών στην Ελλάδα.
Διετέλεσε καθηγητής Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού στην École Nationale Supérieure d’Architecture Paris la-Villette, διευθυντής σπουδών ιστορίας της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας στην EHESS και δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια (ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Ζανέιρο, Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης, Πανεπιστήμιο του Κάλιαρι κ.ά.). Το 1985, με αφορμή την ανάδειξη της Αθήνας σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, οργάνωσε την έκθεση «Αθήνα, ευρωπαϊκή υπόθεση». Πέρα από το ακαδημαϊκό-ερευνητικό έργο του, που του πρόσφερε παγκόσμια αναγνώριση, παρέμεινε ενεργός αρχιτέκτονας. Βραβεύτηκε σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς και πολεοδομικούς διαγωνισμούς (Σλοβακία, Ιταλία, Ελλάδα), έχτισε δύο θέατρα, τρεις αίθουσες τέχνης, τη μουσική ακαδημία της Villecroze, τον ψηφιακό θόλο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στην Πειραιώς, δεκάδες σπίτια και δημόσια κτίρια στη Γαλλία και μερικά στην Αθήνα. Ήταν μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής, που του απένειμε μετάλλιο το 2012 για το επιστημονικό, εκπαιδευτικό και αρχιτεκτονικό του έργο, και τιμήθηκε το 2002 με το Διεθνές Βραβείο Γκούμπιο για την ευρωπαϊκή κληρονομιά.