Η πρωτοποριακή ιδέα της χρήσης γραφενίου για την προστασία έργων ζωγραφικής, ανοίγει το δρόμο για νέες μεθόδους συντήρησης έργων τέχνης, χωρίς υλικά που είναι επιρρεπή στην περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Το ξεθώριασμα, το κιτρίνισμα και ο αποχρωματισμός είναι τα πιο εμφανή αποτελέσματα αποσύνθεσης που προκύπτουν από την έκθεση στο υπεριώδες και ορατό φως, την υγρασία και τα οξειδωτικά μέσα. Οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί γήρανσης και υποβάθμισης οδηγούν σε σοβαρή και μη αναστρέψιμη αλλοίωση των έργων τέχνης, τα οποία είναι μια ανεκτίμητη κληρονομιά της ανθρωπότητας.
Τα προστατευτικά βερνίκια που επί του παρόντος χρησιμοποιούνται στην προστασία έργων ζωγραφικής είναι μη αποδεκτές λύσεις, αφού η αφαίρεσή τους απαιτεί την χρήση διαλυτών που επηρεάζουν την υποκείμενη επιφάνεια του έργου.
Ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Επιστημών Χημικής Μηχανικής του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ-FORTH/ICE-HT), του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, και του Κέντρου for Colloid and Surface Science (CSGI) του Πανεπιστήμιου της Φλωρεντίας, με την καθοδήγηση του καθηγητή Κώστα Γαλιώτη, είχαν την πρωτοποριακή ιδέα να επικαλύψουν πίνακες ζωγραφικής με πέπλα γραφενίου για την προστασία από την περιβαλλοντική υποβάθμιση.
Το γραφένιο απομονώθηκε το 2004 από τους Geim και Novoselov από το Πανεπιστήμιο του Manchester (βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 2010) και έχει θεωρηθεί ως ένα «υλικό θαύμα» λόγω των εξαιρετικών του ιδιοτήτων που έχουν ήδη βρει χρήση σε πλήθος εφαρμογών και προϊόντων. Το πέπλο γραφενίου που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή την εργασία είναι μια εύκαμπτη, διαφανής μεμβράνη που παράγεται μέσω της τεχνικής της χημικής εναπόθεσης ατμών. Έχει πάχος ενός ατόμου, αλλά χωρίς περιορισμό στις άλλες διαστάσεις του (μήκος και πλάτος) και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επικάλυψη μεγάλων επιφανειών. Τα αποτελέσματα από μετρήσεις που έλαβαν χώρα στα ως άνω εργαστήρια έδειξαν ότι η μεμβράνη αυτή είναι μη διαπερατή στην υγρασία, στους οξειδωτικούς παράγοντες και σε άλλους βλαβερούς ρύπους, ενώ ταυτόχρονα απορροφά ένα μεγάλο μέρος της επιβλαβούς υπεριώδους ακτινοβολίας. Τέλος σε αντιδιαστολή με άλλα προστατευτικά μέσα οι επικαλύψεις αυτές απομακρύνονται σχετικά εύκολα χωρίς να προκαλέσουν βλάβη στην επιφάνεια των έργων.
Η σημαντική αυτή εργασία δημοσιεύτηκε την 1η Ιουλίου 2021 στο έγκριτο, υψηλού δείκτη απήχησης περιοδικό Nature Nanotechnology. Στην εργασία αυτή συμμετείχαν ως συν-συγγραφείς η Μαρία Κωτσίδη, ο Δρ. Γιώργος Γκοργκόλης, η Δρ. Maria-Giovanna Pastore-Carbone, ο Δρ. Γιώργος Αναγνωστόπουλος, ο Γιώργος Πατεράκης, ο Δρ. Αναστάσιος Μανίκας και ο Δρ. Γιώργος Τρακάκης (ΙΤΕ και Πανεπιστήμιο Πατρών) και η Δρ. Giovanna Poggi και ο καθηγητής Piero Baglioni από το Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.