Με ιδιαίτερη λαμπρότητα εορτάστηκε από τον Δήμο Ανωγείων την Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021 η επέτειος του Ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου στον χώρο του ανδριάντα του πυρπολητή της πυριτιδαποθήκης Εμμανουήλ Βασιλείου (Αναγνώστου) Σκουλά. Στην τελετή χωροστάτησε ο Αρχιμανδρίτης πατήρ Νικηφόρος ως εκπρόσωπος του Αρχιεπίσκοπου Κρήτης κκ Ειρηναίου και ο Ηγούμενος της Μονής Βωσάκου π. Τιμοθεος εκ μέρους της οικίας Μητρόπολης.
Την έναρξη της εκδήλωσης κήρυξε ο Δήμαρχος Ανωγείων κ. Σωκράτης Κεφαλογιάννης χαιρετίζοντας και καλωσορίζοντας τους προσκεκλημένους.
Έγινε, ανάγνωση του καταλόγου των νεκρών του Δήμου Ανωγείων κατά την Κρητική Επανάσταση 1866-1869, τηρήθηκε ενός λεπτού σιγή και απηγγέλθη ο Εθνικός Ύμνος.
Στην εκδήλωση παρέστησαν και τίμησαν με την παρουσία τους οι Δήμαρχοι Σφακίων κ. Μανούσος Χιωτάκης και Αρχανών Αστερουσίων κ. Μανώλης Κοκοσάλης, εκ μέρους της Περιφέρειας ο Αντιπεριφερειάρχης κ. Νίκος Ξυλούρης, οι Περιφερειακοί Σύμβουλοι Κρήτης κκ. Σταύρος Τζεδάκης και Νίκος Σκουλάς και ο Αντιδήμαρχος Μαλεβιζίου κ. Μπάμπης Κουτσογιαννης, εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης α και β βαθμού και εκπρόσωποι φορέων. Παρέστησαν και κατέθεσαν στέφανα εκπρόσωποι του Ελληνικού Στρατού και της Πυροσβεστικής.
Εκ μέρους της Κυβέρνησης παρευρέθηκε ο υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Ελευθέριος Αυγενάκης, εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ ο Χάρης Μαμουλάκης, εκ μέρους του ΚΙΝΑΛ ο Βασίλης Κεγκέρογλου, εκ μέρους του ΚΚΕ ο Στυλιανός Σταυρακάκης καθώς και οι βουλευτές, κκ. Μάξιμος Σενετάκης, Σωκράτης Βαρδάκης.
Τον πανηγυρικό της επετείου «Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου και η ιστορική αλήθεια για τον πυρπολητή» εκφώνησε ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Δρ Σταύρος Χριστοδουλάκης, κάτω από το άγαλμα του πυρπολητή της Ιεράς Μονής, Εμμανουήλ Αναγνώστου Σκουλά επισημαίνοντας μετά την ιστορική αναδρομή και την παράθεση πλειάδας ιστορικών τεκμηρίων για το θέμα «Η επίσημη κρατική απάντηση από την Ακαδημία των Αθηνών, το υπουργείο Άμυνας αλλά και από τον τέως Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο στην 150η επέτειο του Αρκαδίου στο Ρέθυμνο, ήταν πάντα διαζευκτική. Δεν παραγνωρίζει κανέναν ως πυρπολητή παρά τα ανέκαθεν σπουδαιότερα ιστορικά στοιχεία υπέρ του Εμμανουήλ Σκουλά. Αυτά, ενισχύονται συνεχώς και προέρχονται από την ιστορική έρευνα της περιόδου του γεγονότος.
Από το 1996, ο Δήμος Ανωγείων, διοργανώνει τιμητική εκδήλωση για το ιστορικό γεγονός στον ανδριάντα του ως άνω ήρωα. Ουδείς ιστορικός έως σήμερα έχει αμφισβητήσει την βασιμότητα του πρωταγωνιστικού ρόλου του.
Αρκετά χρόνισαν η στείρα άρνηση και οι περιττές αντιλήψεις. Οι νεκροί του Αρκαδιού έπεσαν μαζί και πρέπει να τιμώνται μαζί. Η ιστορική επιστήμη έχει αποφανθεί και αν υπήρχαν αμφισβητήσεις επί της ουσίας, αυτές θα είχαν διαφανεί. Ουδενός η μείωση πρέπει να τολμάται και ουδενός η τιμή να αφαιρείται.
Η ιστορική μνήμη πρέπει να τιμάται με ενότητα.»
Αναλυτικά ολόκληρη η ομιλία του έχει ως εξής:
«Σήμερα συναθροιστήκαμε εδώ για να εορτάσουμε ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός που λαμπρύνει τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, την Επέτειο του Ολοκαυτώματος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου από τους Τούρκους κατακτητές τον Νοέμβριο του 1866.
Η υποδειγματική και ασύγκριτη σε ηρωισμό αυτοθυσία εκείνων των ηρωικών αγωνιστών του Αρκαδίου απέβη σύμβολο αγώνα και παράδειγμα προς μίμηση για όλους όσοι αγωνίζονται με αυτοθυσία υπέρ της ελευθερίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Σε αυτό το σημείο επιβάλλεται να θυμηθούμε τον γνωστό στίχο από τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Το Αρκάδι, όπως και άλλες ιστορικές ιερές μονές, απέβη μία συμβολική μορφή, ένα αιώνιο σύμβολο ηρωισμού και πνευματικής υπεροχής έναντι σε κάθε τι υλικό και σε κάθε επιθυμία οποιουδήποτε ατόμου ή λαού που επιζητά τη λευτεριά και όχι την εξευτελιστική υποδούλωσή του με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου υπήρξε μία ηρωική πράξη και όχι μία μεμονωμένη κίνηση αντίστασης σε σχέση με τους αγώνες της υπόλοιπης Κρήτης που είχαν τη βάση τους στη Φιλική Εταιρία που συνετέλεσε και οδήγησε στην Επανάσταση του 1821. Ήταν η συνέχεια των αγώνων του κρητικού λαού που είναι από τη φύση του ανυπότακτος και δεν μπορούσε να αντέξει ούτε τη σκλαβιά ούτε τους εξισλαμισμούς που αλλοίωναν το χριστιανικό στοιχείο του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη συνεχή αυθαιρεσία της οθωμανικής διοίκησης, των Τουρκοκρητικών αγάδων και μπέηδων. Ο αγώνας των Κρητικών υπήρξε συνεχής και αμείωτος σε ένταση και έκταση, στοιχείο που καταφαίνεται από την επαναστατική δραστηριότητα των Κρητών με το κίνημα των Μουρνιδών το 1833, την επανάσταση των Χαιρέτη-Βασιλογεώργη το 1841, το κίνημα του Μαυρογένη το 1858 κ.ά.
Η ιστορία έδειξε περίτρανα ότι το Αρκάδι υπήρξε η συνέχεια των αγώνων των Κρητών για εθνική ανεξαρτησία.
Όσον αφορά στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής, το 1866 η Κρήτη βρισκόταν σε μία έντονη επαναστατική δραστηριότητα, στην οποία είχε συμβάλλει αποφασιστικά η πρόσφατη προσάρτηση των νησιών του Ιονίου Πελάγους και η ελπίδα που έτρεφαν οι Κρητικοί τόσο προς τις Μεγάλες Δυνάμεις όσο και προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ότι θα μπορούσαν με την προηγούμενη και συνεχή εμπειρία τους στον κλεφτοπόλεμο και παρά τον ελλιπή τους εξοπλισμό να υπερνικήσουν τους Τούρκους κατακτητές που αριθμούσαν γύρω στους 25000 στρατιώτες.
Προκειμένου να στηριχθεί και να ενισχυθεί ο αγώνας των Κρητών δημιουργήθηκε στην Αθήνα μία Επιτροπή στα τέλη του Ιουνίου που ανέλαβε το έργο της συλλογής χρημάτων με εράνους. Παράλληλα στη Σύρο ιδρύθηκε την 3η Αυγούστου 1866 μία Επιτροπή που, συνεργαζόμενη με την Κεντρική Επιτροπή της Αθήνας, ανέλαβε την αποστολή εφοδίων στην Κρήτη. Στη Σύρο είχε ανθίσει το εμπόριο που ευνοεί τη μόρφωση που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη δεσποτεία. Ταυτόχρονα υπήρξε και μία αντιμοναρχική κίνηση με έντονο το στοιχείο του πατριωτισμού και του κοινωνικού προσανατολισμού. Εκεί διδάσκει από το 1865 ένας Ανωγειανός δάσκαλος, ο Μανώλης Σκουλάς, ένα ανήσυχο και ζωηρό πνεύμα, ένας πραγματικός πατριώτης.
Εκείνη τη χρονική στιγμή επικρατεί στο ιστορικό προσκήνιο ο κορυφαίος ευρωπαίος πολιτικός Τζουζέπε Γκαριμπάλντι που, με τη δράση του, έχει συνδράμει στην πολιτική ένωση της Ιταλίας. Κάποια στιγμή, ο πρωτότοκος γιος του Μενότι Γκαριμπάλντι έρχεται στην Ελλάδα και δημιουργεί έναν πυρήνα που ασπάζεται τις ιδέες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Αυτός ορκίζει συνωμοτικά μία ομάδα που μετέπειτα θα παίξει καίριο ρόλο.
Ο Ανωγειανός δάσκαλος σημειώνει στο ημερολόγιό του τον Νοέμβριο του 1865: «Εξετελέσαμεν δοθείσαν υπόσχεσιν» και «Εις Κρήτην πάσαν ελευθερία». Ο μετέπειτα πυρπολητής γίνεται Γαριβαλδινός. Φέρει ερυθρό χιτώνα και η δράση του εντάσσεται σε εθνικό δίκτυο.
Ταυτόχρονα στη Μεγαλόνησο υπάρχει ένα κλίμα εντελώς διαφορετικό από πριν, καθώς η άρνηση εφαρμογής του διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν και η ανάμειξη του διοικητή της Κρήτης Ισμαήλ Πασά στο Μοναστηριακό ζήτημα υπήρξαν οι αφορμές για τον μεγάλο ξεσηκωμό του κρητικού λαού στα 1866.
Στις ανατολικές επαρχίες του νησιού μορφωμένοι νέοι, όπως ο Αργυράκης, ο Γεωργιάδης και ο Βιστάκης, ζήτησαν ένα μέρος των εσόδων των εκκλησιών και των μοναστηριών να χρησιμοποιηθούν για την ίδρυση και τη λειτουργία των σχολείων. Με την ιδέα όμως αυτή των προοδευτικών νέων συντάχθηκαν τότε ο Στεφ. Νικολαΐδης, ο Αντ. Ξανθουδίδης, ο Σαρολίδης, ο Κούνδουρος, ο Μ. Τσουδερός, ο Κόρακας και ο Μιχάλης Σκουλάς. Ένα τμήμα της Εκκλησίας αντέδρασε σε αυτήν την πρόταση. Η επιτροπή που εκλέχτηκε για να συζητήσει το θέμα στο Πατριαρχείο δεν έφτασε ποτέ εκεί γιατί ο Ισμαήλ Πασάς συνέλαβε και φυλάκισε τα μέλη της.
Τον Μάιο του 1866 έγινε η πρώτη Παγκρήτια Συνέλευση στα Μπουτσουνάρια Χανίων. Ο Σουλτάνος αρνήθηκε να δεχθεί τα αιτήματά τους. Αντιπρόσωποι των επαρχιών συγκεντρώθηκαν πάλι στο Μπρόσνερο Αποκορώνου τον Αύγουστο του 1866 και εξέδωσαν μία επαναστατική Διακήρυξη απευθυνόμενη στους Κρητικούς και στις Μεγάλες Δυνάμεις με το σύνθημα: «Ένωση ή Θάνατος».
Στις 21/8/1866 κηρύχθηκε επίσημα από τη Γενική Συνέλευση στο χωριό Ασκύφου των Σφακίων η Ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα, στο ψήφισμα δε που εκδόθηκε, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, αναφέρεται ότι: «η Γενική Συνέλευση των Κρητών: πρώτον, καταργεί για πάντα την Τουρκική εξουσία πάνω στην Κρήτη. Δεύτερον, κηρύσσει την αδιάσπαστη και παντοτινή ένωση της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα. Και τρίτον, την εκτέλεση του Ψηφίσματος αυτού ανέθεσε στο γενναίο λαό της Κρήτης στη συνδρομή των ομοεθνών και όλων των φιλελλήνων και στην ισχυρή μεσολάβηση των Προστάτιδων Δυνάμεων».
Η Γενική Συνέλευση διόρισε αρχηγούς για τα διάφορα τμήματα του νησιού.
Παράλληλα σε όλη την Κρήτη συστήθηκαν επαναστατικές επιτροπές και επαρχιακές συνελεύσεις που αποκήρυσσαν την τουρκική εξουσία. Τα ένοπλα σώματα που άρχισαν να σχηματίζονται σε όλη την Κρήτη και ήταν γνωστά με το όνομα «Κολώνες» σχηματίστηκαν στην επαρχία Σελίνου με τους οπλαρχηγούς Κριάρη και Κορκίδη, άλλα σώματα σχηματίσθηκαν σε άλλες περιοχές, όπως στην Κίσσαμο με τον Σκαλίδη, στην Κυδωνία με τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη, στον Μυλοπόταμο με τον Μιχάλη Σκουλά και στις ανατολικές επαρχίες με τους Ντεντιδάκη, Κόρακα και Ρωμανό.
Η Υψηλή Πύλη, κατανοώντας ότι η Κρήτη ευρισκόταν σε απόλυτο επαναστατικό αναβρασμό, προέβη σε βιαιότητες και σε ένα οργανωμένο σχέδιο καταστολής της Κρητικής Επανάστασης στέλνοντας τον Ισμαήλ Πασά στην Κωνσταντινούπολη και αναθέτοντας τη διοίκηση του νησιού στον Μουσταφά που έφθασε στην Κρήτη στις 30 Αυγούστου του 1866.
Ο νέος Τούρκος διοικητής επιδόθηκε στην εξόντωση των επαναστατών και στην αποτελεσματική καταστολή της Κρητικής Επανάστασης. Οι πρώτες του εκστρατείες προς τη δυτική Κρήτη, την Κυδωνία, Σέλινο και Αποκόρωνα ανάγκασαν τους επαναστατημένους να υποχωρήσουν ψηλότερα, οι πολεμικές δε επιχειρήσεις στην ανατολική και στην κεντρική Κρήτη που υπήρξαν καταστροφικές για τον κρητικό λαό. Συνετέλεσαν, όπως αναφέρει ο Υποπρόξενος Μπαρουξάκης στον Πρωθυπουργό Δεληγιώργη, στην υπογραφή πολλών αναφορών υποταγής από τον κρητικό λαό. Επίσης στο Ρέθυμνο, όλο τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, συνεχίστηκαν οι επιθέσεις των τακτικών και των άτακτων Τούρκων απέναντι στους κατοίκους της γύρω περιοχής.
Τότε έφτασε ο Μουσταφάς Πασάς στο Ρέθυμνο αφήνοντας ένα μέρος του στρατού του υπό τον Μεχμέτ Πασά στον Αποκόρωνα για να απασχολεί τους επαναστάτες του δυτικού τμήματος. Ο Μουσταφά Πασάς έστειλε από την Επισκοπή Ρεθύμνου μία επιστολή στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκη απειλώντας τον ότι, αν δεν δηλώσει υποταγή, θα προχωρούσε ενάντια στο μοναστήρι διότι το θεωρούσε έδρα του κεντρικού τμήματος και παράλληλα κέντρο φιλοξενίας γυναικόπαιδων των γύρω περιοχών.
Όμως ο ηγούμενος ήταν αποφασισμένος να αντιμετωπίσει τους Τούρκους στο Αρκάδι και απέρριπτε συνεχώς τις προτάσεις του Πάνου Κορωναίου να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να οργανωθεί αλλού η άμυνα, επειδή εκεί η οχύρωση ήταν ανεπαρκής. Ο κίνδυνος σε περίπτωση πολιορκίας της Μονής ήταν σοβαρός διότι δεν υπήρχε αξιόλογη οχύρωση. Η περιοχή δεν προσφέρονταν για άμυνα.
Στις αρχές του Νοέμβρη του 1866 μέσα στο Αρκάδι βρίσκονταν περί τα χίλια άτομα. Από αυτούς μόνο διακόσιοι πενήντα εννέα μπορούσαν να φέρουν όπλα. Σε κάθε περίπτωση ο Πάνος Κορωναίος, αρχηγός της επαρχίας Ρεθύμνης, είχε κάνει κάποιες προτάσεις για το ενδεχόμενο πολεμικών επιχειρήσεων.
«Τα γυναικόπαιδα να φύγουν γιατί θα αφήσουνε πολύ τόπο ελεύθερο και θα λείψουνε και τα κλάματα που λιγοστεύουνε το θάρρος. Οι στάβλοι γύρω από την Μονή ως είναι φοβερίζουνε πλια το Μοναστήρι παρά τον Τούρκο. Άμα μείνουν όρθιοι θα τους πιάσει ο Τούρκος και θα χτυπά με ασφάλεια. Τα λαγούμια, όταν βρεθούμε στην ανάγκη, θα αφήσουμε τον Τούρκο να σιμώσει και θα τα τινάξουμε».
Όμως ο Γαβριήλ ούτε τα γυναικόπαιδα ήθελε να διώξει ούτε τους στάβλους ήθελε να γκρεμίσει. Όταν ο Κορωναίος είδε ότι ο Ηγούμενος ήταν πεισματωμένος, έφυγε από το Μοναστήρι για το Αμάρι και τον Άγιο Βασίλειο, προκειμένου να μαζέψει και άλλους επαναστάτες και όρισε Φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο.
Στις αρχές του Νοέμβρη ο Μουσταφά Πασάς εκστράτευσε εναντίον του Αρκαδίου με δεκαπέντε περίπου χιλιάδες τακτικό στρατό και αρκετούς ρέμπελους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι ξεχώριζαν για την τόλμη τους. Τις ίδιες ημέρες ο ορμητικός Ρεσίτ Πασάς επιχειρούσε από το Μαλεβύζι με πολυάριθμο στρατό να εισβάλλει στο Μυλοπόταμο στοχεύοντας να παρεμποδίσει τους Μυλοποταμίτες επαναστάτες να συνδράμουν τους πολιορκημένους στο Αρκάδι.
Ο Μουσταφάς, αφού έστειλε στον Μυλοπόταμο ένα τμήμα στρατού να αποτρέψει τις πιθανές ενισχύσεις που θα έρχονταν προς το Αρκάδι, περικύκλωσε τη Μονή Αρκαδίου το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου 1866 με 15000 Τουρκοαιγύπτιους, Αλβανούς και ντόπιους Τουρκοκρητικούς στρατιώτες και άρχισε την πολιορκία του. Την 8η Νοεμβρίου βρίσκονταν στο μοναστήρι γυναικόπαιδα, καλόγεροι, μερικά μέλη της Επαναστατικής Επιτροπής και λίγοι πολεμιστές μαζί με 40 εθελοντές, συνολικά δηλαδή 250 άνδρες με αρχηγό τον Πελοποννήσιο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο.
Αυτή τη χρονική στιγμή εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο δύο Ανωγειανοί, ο μεγάλος ήρωας των νεωτέρων χρόνων Μανόλης (Αναγνώστου) Βασιλείου Σκουλάς, ο οποίος μετέφερε μία επιστολή του αδελφού του Μιχάλη Σκουλά, που ήταν Γενικός Αρχηγός Μυλοποτάμου, προς τον ηγούμενο της θρυλικής Μονής Αρκαδίου συνοδευόμενος από τον Γεώργιο Κρασά.
Ο Σουλεϊμάν Μπέης, πριν από την έναρξη της επίθεσης, ρώτησε με κήρυκα από τον απέναντι λόφο αν θα παραδοθούν ή θα πολεμήσουν οι χριστιανοί. Ο Μουσταφά πασάς υποσχόταν ασφάλεια ζωής σε περίπτωση υποταγής.
«Κι ο Γούμενος του φώναξε από το Μοναστήρι,
δεν του προδίδω του Μπουρμά ας είναι και Βεζύρης».
Αμέσως τα μέλη της επαναστατικής επιτροπής πυροβόλησαν κατά των Τούρκων από την ταράτσα του Ηγουμενείου. Η πολιορκία άρχιζε. Λυσσώδης και απαράμιλλα ηρωική ήταν η αντίσταση των πολιορκουμένων κατά την πρώτη ημέρα και ιδιαίτερα αυτών που υπεράσπιζαν τα ερείσματα έξω και γύρω από τη Μονή στον ανεμόμυλο, στο δραγατοκάλυβο και στους στάβλους. Δυστυχώς όμως οι υποδείξεις του Κορωναίου αποδείχθηκαν προφητικές. Οι μαχητές στα γύρω από τη Μονή κτίσματα εξοντώθηκαν. Οι Τούρκοι είχαν ζώσει τους πολιορκούμενους σφιχτά ήδη από το πρώτο βράδυ. Ο Σουλεϊμάν Μπέης και ο γιος του Μουσταφάς Σαλή επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στην αρχή, αλλά μετά είχαν επιτυχίες.
Παρά τις επιθέσεις, οι πολιορκημένοι ανθίσταντο σθεναρά, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν οι Τούρκοι να φέρουν μεγαλύτερα πυροβόλα όπλα, οπότε, πριν ξημερώσει η επόμενη ημέρα, έφθασαν τα βαριά πυροβόλα και άρχισε επίμονο πυρ. Το πρώτο βράδυ της πολιορκίας συνήλθαν στο κελί του ηγουμένου όλοι οι επιφανείς των πολιορκουμένων στο Αρκάδι, δηλαδή οι Επίτροποι, οι Οπλαρχηγοί, ο ηγούμενος και οι σύμβουλοι της Μονής για να συσκεφθούν επί του πρακτέου. Τον λόγο έλαβε ο Εμμανουήλ Μελισσιώτης που υποστήριξε ότι είναι προτιμότερο να υποστούν τον θάνατο χάριν της πίστης και της πατρίδας παρά να παραδοθούν στον εχθρό.
Η πρόταση έγινε μετ’ επευφημιών δεκτή. Αυτός ο θαυμάσιος Φοδελιανός αγωνιστής, μέλος της «Συντροφιάς του Βραχασίου» και Γαριβαλδινός επίσης, ήταν ο φορέας της θαυμάσιας ιδέας της ολοκαύτωσης. Επίσης αποφασίστηκε και η αποστολή αγγελιαφόρων προς τον Κορωναίο στο Αμάρι και τους επαναστάτες στο Μυλοπόταμο.
Το περιεχόμενο της επιστολής είχε ως εξής: «Γενναιότατε Αρχηγέ Π. Κορωναίε. Προφθάσατε μίαν ώραν ταχύτερον διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς. Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου, την 8ην Νοεμβρίου 1866. Εν βία μεγίστη». Δυστυχώς ούτε ο Κορωναίος μπόρεσε να φθάσει έγκαιρα στο Αρκάδι ούτε και από τον Μυλοπόταμο ήρθε σημαντική βοήθεια.
Η δεύτερη ημέρα της πολιορκίας βρήκε τους Τούρκους κύριους της κατάστασης. Η θέση των χριστιανών απέβη δυσχερέστατη διότι ο εχθρός διέθετε ισχυρό πυροβολικό. Ταυτόχρονα το πεζικό και οι ρέμπελοι πυροβολούσαν εκ του ασφαλούς επιτιθέμενοι πριν ακόμα ξημερώσει. Οι βολές του τηλεβόλου που είχαν φέρει την προηγουμένη από το Ρέθυμνο, της ιστορικής «Μπουρμπάδας Κουτσαχείλας», στόχευαν αποκλειστικά τη δυτική πύλη της Μονής. Μετά από αλλεπάλληλα χτυπήματα η πύλη γκρεμίστηκε κατά το μεσημέρι και σχηματίστηκε ευρύ ρήγμα, η μεγάλη Χαλάστρα, όπως ονομάστηκε. Από εκεί ο εχθρός ήταν έτοιμος να εισβάλλει στον περίβολο της Μονής. Η διαταγή του Μουσταφά ήταν επιτακτική. Το Αρκάδι έπρεπε να καταληφθεί οριστικά εκείνη την ημέρα.
Στη δεύτερη έφοδο, από τις τρεις την ημέρα, γκρεμίστηκε από τον ισχυρό βομβαρδισμό η δυτική πύλη και αμέσως όρμησαν με μανία οι εχθροί προς την αυλή, ενώ από παντού τους χτυπούσαν οι επαναστάτες προξενώντας τους σοβαρές απώλειες. Μετά το μεσημέρι ο τακτικός στρατός που είχε κλείσει σαν λαβίδα την Μονή επιχείρησε τρεις εφόδους διαδοχικά. Οι δύο πρώτες διενεργήθηκαν από δύο τάγματα του αιγυπτιακού στρατού που προωθούνταν από τους αξιωματικούς τους με ξίφη και μαστίγια. Ο φρούραρχος Δημακόπουλος με το όπλο στο χέρι έτρεχε σε όλα τα σημεία και έδινε θάρρος στους πολεμιστές φωνάζοντας: «Και αυτή η έφοδος είναι σαν και τις άλλες». Οι Τούρκοι που ορμούσαν και έμπαιναν στην αυλή πάθαιναν μεγάλη ζημιά από τις εύστοχες βολές των αγωνιστών που είχαν πια στρέψει τα όπλα τους μέσα στα τείχη προς τον περίβολο, όπου είχε μεταφερθεί η μάχη.
Ενώ οι επαναστάτες διεξήγαν τον έσχατο αγώνα να απωθήσουν τους εισερχόμενους στην αυλή εχθρούς, τα περισσότερα γυναικόπαιδα και οι ανήμποροι να πολεμήσουν έφευγαν προς την πυριτιδαποθήκη που ήταν ο προαποφασισμένος χώρος της θυσίας και της αθανασίας, άλλοι δε κατευθύνονταν προς τα κελιά για να υποταχθούν δια της παράδοσης στον νικητή ελπίζοντας στο έλεός του.
Όταν είχε γεμίσει το μοναστήρι από τα εχθρικά στρατεύματα, τέθηκε σε εφαρμογή η τελευταία πράξη του πολεμικού σχεδίου των πολιορκημένων, το να τεθεί δηλαδή πυρ στην πυριτιδαποθήκη στην πιο κατάλληλη στιγμή, ώστε να είναι οι εχθροί αριθμητικά περισσότεροι. Ο Γαβριήλ είχε ήδη φονευτεί στην ταράτσα του Ηγουμενείου. Η τελευταία φορά που μαρτυρείται η παρουσία του αθάνατου Κωνσταντή Γιαμπουδάκη είναι δίπλα στο Ηγουμενείο στα Κλάουστρα. Δεκαέξι πιστοί σύντροφοι του ηγουμένου ανατίναξαν μερικά βαρέλια πυρίτιδας στο Ηγουμενείο δίνοντας τέλος στο δράμα τους.
Έτσι τέθηκε πυρ στην πυριτιδαποθήκη στην πιο κατάλληλη στιγμή και όλοι ανατινάχθηκαν στον αέρα αποβαίνοντας νικητές παρότι ηττήθηκαν, καθώς οι Τούρκοι είχαν πολλά θύματα και η εν λόγω πράξη χαρακτηρίσθηκε ηρωική. Από τα 964 άτομα που είχαν κλειστεί στο Αρκάδι κατόρθωσαν να διαφύγουν μόνο τέσσερα και αιχμαλωτίστηκαν εκατόν δεκατέσσερα.
Ο ποιητής Δρανδάκης από το Ζουρίδι Ρεθύμνης σκιαγραφεί την εν λόγω συμφορά σε όλη της την τραγικότητα:
«Που τη Χαλάστρα χύνουνται κι οι Τούρκοι προχωρούνε
και πιάνουνε τον πέριαυλο ν’ ακριβοπλερωθούνε.
Έφραξε ο τόπος με κορμιά και η Χαλάστρα φράζει,
Χάρος θερίζ’ αλύπητα κι ο Μουσταφάς τρομάζει.
Εκεί εγίνηκε η σφαγή και σκοτωμός μεγάλος,
που δεν εξαναγίνηκε ποτέ εις την Κρήτη άλλος.
Σαν εγεμώσαν τα κελιά κι επιάσαν το μπεντένι
τότ’ ο Μανώλης ο Σκουλάς δε στέκει ν’ ανημένει.
Δίδει του μπαρουθιού φωτιά το τέλος για να κλείσει
κι εκάμαν και το Μουσταφά κουρμπάνι να δειπνήσει.
Η ανάδειξή του Εμμανουήλ Σκουλά ως εθνικού πρωταγωνιστή, υπερέβαινε τις ανοχές δύστοκων θεσμών στο παρελθόν. Παρά τις άλλες απόψεις που κατά καιρούς προβάλλονται και τις οποίες με σεβασμό ακούμε και τιμούμε, η συλλογική κρητική μνήμη περιέθαλψε τον ρόλο του, η ιστορία τον διαφύλαξε και η ιστορική επιστήμη τον κατοχύρωσε δια ακλόνητων τεκμηρίων.
Ενδεικτικά, τον Ανωγειανό δάσκαλο αναφέρουν οι κάτωθι ιστορικές πηγές ως μόνο πυρπολητή:
Ο στρατηγός Πάνος Κορωναίος, αρχηγός της επαρχίας Ρεθύμνης στην επανάσταση του 1866 στο σχεδίασμα της γραπτής ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1891 κατά την 25η επέτειο του ολοκαυτώματος (Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Χανιά) αναφέρει:.«όταν έφθασαν στα ρήγματα οι εχθροί έρριψαν τα όπλα των οι Κρήτες και τα ξίφη λαβόντες εις χείρας δεν ηκούοντο οι κτύποι των ξιφών, έκαστος των οποίων εθανάτωνε ένα ζώντα εχθρό ή ημέτερον όταν τέλος είδον τους εχθρούς σωρευθέντας επί των ρηγμάτων εις τούτων, Εμμανουήλ Σκουλάς καλούμενος, κατά το δοθέν σύνθημα έθεσε πυρ στον υπόνομο. Τότε εγένετο εκ του τρόμου ανακωχή τις ακουσία». Ο στρατηγός Κορωναίος λοιπόν είπε ότι: «το πυρ στην πυριτιδαποθήκην έθεσεν ο εξ Ανωγείων πεπαιδευμένος νέος Εμμανουήλ Σκουλάς».
Ο πρόξενος της Ελλάδος στο Ηράκλειο Ιωάννης Μπαρουξάκης στην με αριθμό 284 αναφορά του προς τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Επ. Δεληγιώργη με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1866. (Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ).
Ο υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ηράκλειο Ιωάννης Μητσοτάκης σε μη χρονολογημένη έκθεση της πολιορκίας του Αρκαδιού. (Αρχείο Ιστορικού Μουσείου Κρήτης).
Ο προξενικός πράκτορας της Ρωσίας στο Ρέθυμνο Γεώργιος Σκουλούδης στο έγγραφό του με τίτλο «Ιστορικά Σημειώματα» τον Νοέμβριο του 1866 (Κλειστές Συλλογές Πανεπιστημίου Κρήτης).
Ο Γαριβαλδινός εθελοντής στρατιώτης και ανταποκριτής στην Κρήτη Παναγιώτης Μουτσόπουλος σε ιδιόγραφη επιστολή με ημερομηνία 17 Νοεμβρίου 1866 προς το Σώμα Γαριβαλδινών της Αθήνας (Κλειστές Συλλογές Πανεπιστημίου Κρήτης).
Η με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1866 «Έκθεση της πολιορκίας του Αρκαδιού» που υπογράφεται από τους οπλαρχηγούς Σταύρο Νιώτη και Γεώργιο Σκουλά προς την επαναστατική συνέλευση των Κρητών στα Χανιά.
Η με ημερομηνία 01-02-1867 έκθεση του αρχηγού Μυλοποτάμου Μιχαήλ Σκουλά προς την Επιτροπή στήριξης της Κρητικής Επανάστασης στην Σύρο (Γενικά Αρχεία του Κράτους Αρ. 000435).
Η εφημερίδα Νόμος της Ερμούπολης Σύρου την 26-11-1866.
Η εφημερίδα Αλήθεια των Αθηνών της 26-11-1866.
Η εφημερίδα Ελπίς των Αθηνών την 29-11-1866.
Η εφημερίδα Αυγή των Αθηνών της 03ης Δεκεμβρίου 1866 με τίτλο «Το Αρκάδι και πάλι».
Η εφημερίδα «Ελευθέρα Σκέψις» του Ηρακλείου την 20-08-1929.
Το ποίημα του Σταματίου Δρανδάκη από το Ζουρίδι Ρεθύμνης.
Το ποίημα του Αναγνώστη Ντούνη από τον Αποκόρωνα Χανίων «Οι Ηρωες του 1866 εν Κρήτη.» εκδοθέν τον Μάρτιο του 1877.
Το ποίημα Σωπασή από τα Χελιανά Μυλοποτάμου.
Το δημοτικό ποίημα που τραγουδιέται στα Ανώγεια που υπάρχει στο έργο του Τιμόθεου Βενέρη.
Το θεατρικό έργο του Τιμολέοντα Αμπελά «Οι Μάρτυρες του Αρκαδίου», Σύρος 1867, που γράφηκε και ανεβάστηκε στην Σύρο τον Ιανουάριο του 1867 παρουσία της βασίλισσας Όλγας με ηθοποιούς Κρήτες πρόσφυγες.
Το θεατρικό έργο του Γεωργίου Ανδρικόπουλου “Αι εν Κρήτη σφαγαί” Αθήνα 1884.
Ο ζωγραφικός πίνακας με τίτλο «Κρήτες αρχηγοί και εν Αρκαδίω πεσόντες» του Σταυρακάκη Κωνστανίνου του έτους 1870 που απεικονίζει τον Εμμ. Σκουλά στο κέντρο της πυριτιδαποθήκης δίπλα στον Δημακόπουλο και τον Γαβριήλ.
Η γνωστή λιθογραφία του 1867 που φιλοτεχνήθηκε στην Σύρο από τον Ηρακλειώτη Βλαχάκη (γνωστό του Σκουλά από τις εν Σύρω σπουδές του), και απεικονίζει τον νεαρό αγωνιστή με την πιστόλα μπροστά στα βαρέλια πυρίτιδας.
Επιπλέον, ευρίσκονται στο αρχείο του ιστορικού ερευνητή Γ.Α. Σκουλά τα ακόλουθα ιστορικά στοιχεία που αναμένουν την επιστημονική τους δημοσίευση.
Το ποίημα του Επαμεινώνδα Αννίνου με τίτλο, «Η πτώσις του Αρκαδίου» δημοσιευθέν στην Κεφαλονιά στις 14 Δεκεμβρίου 1866 (Κοργιαλένιος Βιβλιοθήκη Αργοστολίου).
Το ποίημα του «Ταξιδεύσαντος εις Τήνον Κρητικού» που δημοσιεύθηκε στην Ερμούπολη την 31-01-1868 (Τυπογραφείο Περίδου).
Ποίημα Γεωργίου Μιχαήλ Παπαδάκη ή Τσουφάκη, 1908. Ιδιωτική Συλλογή.
Εφημερίδα «Αστήρ της Ανατολής», Αθήνα, 26 Νοεμβρίου1866 Αρ. φύλλου 495.
Εφημερίδα «Ημέρα», Τεργέστη Ιταλίας, 03/15 Δεκεμβρίου 1866, Αρ. Φύλλου 587.
Εφημερίδα «Αναμόρφωσις» Κεφαλληνία, 10 Δεκεμβρίου 1866, Αρ. Φύλλου 23.
Εφημερίδα «Εύριπος Χαλκίδα, 01 Ιανουαρίου 1867, Αρ. Φύλλου 76.
Εφημερίδα «Αλήθεια», Αθήνα, 09 Φεβρουαρίου 1867, Αρ. Φύλλου 319.
Εφημερίδα «Αναμόρφωσις», Κεφαλληνία, 4 Μαρτίου 1867, Αρ.Φύλλου 33.
Στοιχεία του λειψάνου του γαριβαλδινού δασκάλου αναγνώρισε μετά από μερικές μέρες στην πυριτιδαποθήκη ο αδελφός του Μιχάλης, αρχηγός Μυλοποτάμου το 1866,μόνο από τα χαρακτηριστικά κίτρινα στιβάνια που φορούσε όταν έφυγε από τα Ανώγεια.
Η αρίθμηση των παραπάνω ιστορικών πηγών είναι ενδεικτική και όχι εξαντλητική καθότι συχνά, όσο προχωρεί η συστηματική ιστορική έρευνα, ανακαλύπτονται όλο και πιο ισχυρά τεκμήρια. Πλείστες άλλες πηγές και συγγραφείς μνημονεύουν την δράση του δασκάλου στο Αρκάδι.
Η σύγκριση των παραπάνω ιστορικών στοιχείων είναι καταλυτική για την εξαγωγή της αλήθειας. Η αποδεικτική δύναμη των ιστορικών τεκμηρίων, εγγράφων και άλλων που εδραιώνουν την εκδοχή του Γαριβαλδινού επαναστάτη είναι ασύγκριτα ισχυρότερη. Διότι αυτά προέρχονται από δημόσιους φορείς, ιστορικά πρόσωπα, έργα τέχνης και λόγου καθώς και από εφημερίδες των ημερών του γεγονότος. Και οι αποδείξεις προέρχονται από όλη την τότε οθωμανική Κρήτη και από όλη την ελεύθερη Ελλάδα (Αθήνα, Κυκλάδες, Επτάνησα). Καθόλο τον 19ο αιώνα δεν στοιχειοθετείται πλήρως καμία άλλη εκδοχή.
Το 1970 ο Δήμος Ανωγείων απευθύνθηκε στην Ακαδημία των Αθηνών, ως ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας και ζήτησε να αποφανθεί ποιος είναι ο πυρπολητής της Μονής. Η Ακαδημία απάντησε ότι δεν μπορεί να αποφανθεί ποιος από τους δύο (Σκουλάς ή Γιαμπουδάκης) είναι ο πυρπολητής (αρ. εγγράφου 62.258/22-06-1970). Την ίδια απάντηση δίνει στην κοινότητα Άδελε Ρεθύμνης λίγα χρόνια μετά (αρ. Εγγράφου 82.207/23-02-1977). Την ίδια απάντηση δίνει η Ακαδημία των Αθηνών για τρίτη φορά στον Δήμο Ανωγείων το 1996 (47.629/30-10-1996).
Επίσης στο 16τομο μνημειώδες έργο «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών αναφέρεται ως πυρπολητής της Μονής διαζευκτικά ο Σκουλάς. Το ίδιο αναφέρει μεταξύ άλλων και ο Σπ. Μαρκεζίνης στο έργο του Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος καθώς και άλλοι εμβριθείς και παλαιότεροι ιστορικοί όπως ο Δ. Κόκκινος και ο Π. Κριάρης.
Είναι χαρακτηριστική και πλέον αρμόδια η έκδοση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Αρχεία Γενικού Επιτελείου Στρατού Χρονολόγιο Πολεμικών Γεγονότων, Τμήμα 4 Κρητικές Επαναστάσεις στην οποία αναφέρονται και οι δύο ήρωες ως πρωταγωνιστές.
Η επίσημη κρατική απάντηση από την Ακαδημία των Αθηνών, το Υπουργείο Άμυνας αλλά εσχάτως και από τα χείλη του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα κκ Προκόπη Παυλόπουλου στην 150η επέτειο του Αρκαδίου, ήταν πάντα διαζευκτική.
Δεν αποκλείει κανέναν ως πρωταγωνιστή παρά τα ανέκαθεν σπουδαιότερα αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του Εμμανουήλ Σκουλά που ενισχύονται συνεχώς.
Η διοικητική επίλυση του θέματος απομένει μερικώς ανοικτή λόγω της παράλειψης κάθε έτος των διοργανωτών των επετειακών εκδηλώσεων να συμπεριλάβουν στο εορταστικό πρόγραμμα την απόδοση τιμών στον ανδριάντα του Ανωγειανού επαναστάτη στην γενέτειρά του.
Από το 1996 και κάθε έτος ο Δήμος Ανωγείων, διοργανώνει στις 7 Νοεμβρίου δηλαδή, την προηγουμένη της επετείου του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου τιμητική εκδήλωση για το ιστορικό γεγονός που λαμβάνει χώρα στον ανδριάντα του ως άνω ήρωα. Ουδείς ιστορικός έως σήμερα έχει αμφισβητήσει την βασιμότητα του ρόλου του ως άνω ήρωα και αθρόα είναι η προσέλευση δημοσίων προσώπων στην κατ’ έτος τελετή.
Αρκετά χρόνισαν η στείρα άρνηση και οι περιττές αντιλήψεις. Οι νεκροί του Αρκαδιού έπεσαν μαζί και μαζί πρέπει να τιμώνται. Η ιστορική επιστήμη έχει αποφανθεί και αν υπήρχαν αμφισβητήσεις επί της ουσίας των παραπάνω, αυτές θα είχαν διαφανεί. Ουδενός η μείωση πρέπει να τολμάται και ουδενός η τιμή να αφαιρείται.
Η ιστορική μνήμη πρέπει να τιμάται με ενότητα.
Εν κατακλείδι το Ολοκαύτωμα της θρυλικής Μονής Αρκαδίου μας διδάσκει ότι ο λαός μας δίνει τη ζωή του για την ελευθερία, προκειμένου να ζει ελεύθερος και να δρα με ανθρωπιά και δημοκρατικά.
Ο αδούλωτος χαρακτήρας των Ελλήνων δεν μεταβλήθηκε ποτέ και έτσι δημιουργήθηκε μία ιστορία που διατηρήθηκε αλώβητη στο διάβα των χρόνων, η οποία επιβάλλεται να μνημονεύεται προς γνώση, συμμόρφωση ενθύμηση, διδαχή και έμπνευση για τις νέες γενιές που οφείλουν να δρουν αναλόγως των ηρωικών πράξεων των προγόνων τους αποβαίνοντες φωτεινό παράδειγμα και συνεχιστές της ενδόξου ελληνικής ιστορίας.»