Ιστορικά, η Ιταλία και η Ισπανία είναι οι δύο κύριες χώρες προμηθεύτριες ελαιολάδου για την Ιαπωνία. Μέχρι το 2013, η Ιταλία ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής παρθένου ελαιόλαδου. Το 2014, η Ισπανία ξεπέρασε την Ιταλία και έκτοτε, η διαφορά έναντι της Ιταλίας αυξάνεται κάθε χρόνο. Το 2020, το μερίδιο της Ισπανίας στις συνολικές εισαγωγές αυτής της κατηγορίας ελαιολάδου έφτασε περίπου το 64% και το μερίδιο της Ιταλίας ήταν 30,3%. Συνολικά, το μερίδιο των δυο χωρών έφτασε το 94,3% και το μερίδιο των συνολικών εισαγωγών από την ΕΕ ανήλθε περίπου σε 96%.
Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη έρευνα αγοράς ελαιολάδου στην Ιαπωνία -Νοέμβριος 2022- από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων, της Ελληνικής Πρεσβείας στο Τόκυο, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ο πέμπτος εξαγωγέας παρθένου ελαιόλαδου παγκοσμίως, κατέχει μόνο ένα μικρό μερίδιο στην ιαπωνική αγορά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Στατιστικών Εμπορίου της Ιαπωνίας, το μερίδιο της Ελλάδας το 2021 ήταν μόλις 1,71% (443 εκατ. γιεν), ενώ η Τουρκία, η οποία έχει περιορισμένες εξαγωγικές δυνατότητες σε σχέση με την Ελλάδα, έχει μερίδιο 4,71% (1.221 εκατ. γιεν). Ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει υψηλές δυνατότητες να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αγορά του παρθένου ελαιόλαδου στην Ιαπωνία.
Η κατανάλωση ελαιολάδου αυξάνεται, αν και ακόμη παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Το 2019 ήταν περίπου 0,57 κιλά ανά κάτοικο. Η αυξανόμενη ζήτηση σχετίζεται με τη δημοτικότητα της μεσογειακής κουζίνας στην Ιαπωνία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ένας άλλος παράγοντας είναι η ολοένα και περισσότερη ενημέρωση σχετικά με τα οφέλη του ελαιολάδου στην υγεία. Οι εισαγωγές χύμα αφορούν εισαγωγές σε μεγάλες ποσότητες και οι οποίες πωλούνται στην συνέχεια με άλλη ετικέτα, ή με το όνομα του εισαγωγέα. Ιαπωνικές εταιρίες συσκευάζουν το ελαιόλαδο με την δική τους επωνυμία.
Οι χονδρέμποροι διαθέτουν το προϊόν σε εταιρείες τροφοδοσίας και σε ξενοδοχειακές αλυσίδεςενώ οι τοπικοί αντιπρόσωποι τοποθετούν το προϊόν σε σούπερ μάρκετ και άλλους χώρους λιανικής πώλησης.
Τα περιθώρια κέρδους είναι μεγαλύτερα κατά την εισαγωγή τυποποιημένου ελαιολάδου και δίνεται η δυνατότητα διαφοροποίησης του προϊόντος. Η προσέγγιση της αγοράς γίνεται μέσω εισαγωγέα ο οποίος προωθεί το προϊόν στους διανομείς.
Οι μεγάλες εισαγωγικές εταιρείες απασχολούν ομάδες πωλήσεων, έχουν γνώση της αγοράς και των τάσεων και το δικό τους δίκτυο διανομέων. Προμηθεύουν χονδρέμπορους, τοπικούς διανομείς και την βιομηχανία τροφοδοσίας.
Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων, ο εξαγωγέας δεν έχει κανέναν έλεγχο στην διανομή του προϊόντος του το οποίο φτάνει με ιδιαίτερα αυξημένη τιμή στο ράφι.
Η πλέον διαδεδομένη συσκευασία πώλησης του ελαιολάδου είναι η γυάλινη, 250 ml και ακολουθεί αυτή των 500ml. Σπανιότερη είναι η συσκευασία του 1 lt. Διατίθεται και σε πλαστικές συσκευασίες (ΡΕΤ), ιδίως όταν έχει τυποποιηθεί στην Ιαπωνία, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το private label ελαιόλαδο της αλυσίδας AEON. Επίσης, να σημειωθεί ότι στην Ιαπωνία δεν αναγνωρίζονται τα διεθνή πρότυπα ελαιολάδου, γεγονός που προσδίδει ευρύ βαθμό ελευθερίας στους εισαγωγείς ή στους λιανοπωλητές να παρουσιάζουν το προϊόν τους όπως αυτοί θεωρούν ότι εξυπηρετεί τις πωλήσεις τους. Τα μόνο που αναγνωρίζεται είναι το «παρθένο ελαιόλαδο» (HS: 1509.10), τα υπόλοιπα ελαιόλαδα εμπίπτουν στην κατηγορία «other» (HS: 1509.90). Επομένως, η αναγραφή των ενδείξεων «premium», «virgin», «extra virgin», «light» δεν ανταποκρίνεται στους αντίστοιχους όρους που ισχύουν στην Ελλάδα, ενώ δεν συμβάλλει στην πλήρη ενημέρωση του καταναλωτή, ούτε και στον «εξορθολογισμό» της τιμολόγησης των διατιθέμενων προϊόντων. Βεβαίως, προστασία στον καταναλωτή παρέχεται στο πλαίσιο των διατάξεων της νομοθεσίας που αφορούν στην προστασία των καταναλωτών από παραπλανητική διαφήμιση και γενικότερα στην δημόσια υγεία.
Ολόκληρη η επικαιροποιημένη έρευνα αγοράς ελαιολάδου στην Ιαπωνία (Νοέμβριος 2022) του Γραφείου ΟΕΥ Τόκυο: