[χρόνος ανάγνωσης 1 λεπτό και 10 δευτ.]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε την ελληνική εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) για την προκαταρκτική της άποψη ότι παραβίασε τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες της ΕΕ πωλώντας ηλεκτρική ενέργεια στην ελληνική χονδρική αγορά κάτω του κόστους, αποκλείοντας έτσι τους κύριους ανταγωνιστές της.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προκαταρκτικές ανησυχίες ότι, μεταξύ 2013 και 2019, η ΔΕΗ έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην ελληνική χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας προμηθεύοντας την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τους θερμικούς της σταθμούς (π.χ. λιγνίτη και φυσικό αέριο) σε τιμές χαμηλότερες από το μεταβλητό κόστος τους (δηλαδή το κόστος που αυξάνονται με τον όγκο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει η ΔΕΗ).
Η Margrethe Vestager, Εκτελεστική Αντιπρόεδρος αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού δήλωσε ότι «Ανησυχούμε ότι η Ελληνική Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ΔΕΗ, μπορεί να έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της πουλώντας σε τιμές κάτω του κόστους στη χονδρική αγορά για περισσότερα από έξι χρόνια. Η συμπεριφορά της ΔΕΗ μείωσε την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από περιβαλλοντικά καθαρότερες αντίπαλες γεννήτριές της. Η συμπεριφορά αυτή παρεμπόδισε επίσης τον ανταγωνισμό σε επίπεδο λιανικής. Μια λιγότερο ανταγωνιστική αγορά λιανικής σήμαινε ότι αυτές οι χαμηλότερες τιμές χονδρικής δεν μετακυλίονταν στις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Οι Έλληνες καταναλωτές μπορεί επομένως να έχουν υποφέρει από υψηλές τιμές λιανικής και μεγαλύτερη τοπική ρύπανση.»
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σημειώνει ότι εάν επιβεβαιωθεί η προκαταρκτική άποψη, αυτή η συμπεριφορά θα παραβίαζε το άρθρο 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), το οποίο απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.
Επίσης επισημαίνει ότι η αποστολή κοινοποίησης αιτιάσεων δεν προδικάζει το αποτέλεσμα μιας έρευνας και δεν υπάρχει νομική προθεσμία για την ολοκλήρωση της αντιμονοπωλιακής έρευνας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την μη ανταγωνιστική συμπεριφορά. Η διάρκεια μιας αντιμονοπωλιακής έρευνας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο βαθμός στον οποίο οι ενδιαφερόμενες εταιρείες συνεργάζονται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.