Του Σωκράτη Αργύρη
[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά και 42 δευτ.]
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους αγρότες και την κυβέρνηση έχει λάβει πλέον διαστάσεις βαθιά πολιτικές, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές διεκδικήσεις του αγροτικού κόσμου. Η κρίση που εξελίσσεται δεν αφορά μόνο την καθυστέρηση πληρωμής των επιδοτήσεων ούτε τα διαχρονικά προβλήματα του πρωτογενούς τομέα. Στην πραγματικότητα, αναδεικνύει ένα ευρύτερο ζήτημα: την απόσταση ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που δηλώνει «έτοιμη για διάλογο» και σε έναν κλάδο που απαιτεί «δεσμευτικές λύσεις» εδώ και τώρα. Το χάσμα αυτό, όσο παραμένει άλυτο, μετατρέπεται σε μετωπική πολιτική σύγκρουση.
Στην
Από τη μια πλευρά, η κυβέρνηση μιλά για «συνολικό σχέδιο», για «θεσμικές λύσεις» και για «διάλογο σε συντεταγμένο πλαίσιο». Από την άλλη, οι αγρότες ζητούν κάτι πιο απλό, πιο χειροπιαστό και άμεσο: να πληρωθούν αυτά που δικαιούνται, να προστατευθούν από το αυξανόμενο κόστος παραγωγής και να υπάρξει επιτέλους ένα σταθερό, προβλέψιμο πλαίσιο στήριξης.
Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων δεν είναι μόνο πρακτική, αλλά βαθιά πολιτική. Η κυβέρνηση εμφανίζεται προσεκτική, προτάσσοντας τη δημοσιονομική ευθύνη και τον φόβο νέων παρατυπιών εάν ληφθούν βιαστικές αποφάσεις. Αντιθέτως, οι αγρότες βλέπουν στην κυβερνητική στάση αναβλητικότητα και έλλειψη πολιτικής βούλησης.
Η απαίτηση των αγροτών πρέπει να είναι για άμεση νομοθέτηση των αιτημάτων τους, όχι ως προϊόν πίεσης αλλά αποτέλεσμα μιας θεσμικά καθαρής επιλογής, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει σαφήνεια, χρονοδιάγραμμα και δεσμευτικότητα. Σε μια περίοδο όπου η αξιοπιστία του κράτους δοκιμάζεται, η νομοθετική κατοχύρωση συγκεκριμένων μέτρων δεν θα εξυπηρετούσε μόνο τον αγροτικό κόσμο, αλλά και την ίδια την κυβέρνηση, που θα έδειχνε ότι μπορεί να μετατρέψει τον διάλογο σε συγκεκριμένες πράξεις. Έτσι, η νομοθέτηση δεν είναι απλώς αίτημα των αγροτών — είναι μια ρεαλιστική πρόταση για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη και να υπάρξει σταθερότητα στον πρωτογενή τομέα.
Η ένταση δεν προκύπτει μόνο από ζητήματα οικονομικής φύσης. Θεμελιώνεται στη συσσωρευμένη δυσφορία του αγροτικού κόσμου απέναντι σε μια πολιτεία που αντιλαμβάνονται ότι δεν τους αντιμετωπίζει ως στρατηγικό τομέα αλλά ως ομάδα που επανέρχεται στους δρόμους μόνο κατ’ ανάγκη.
Η κυβέρνηση τονίζει ότι «η πόρτα του διαλόγου είναι ανοιχτή». Οι αγρότες απαντούν ότι ο διάλογος χωρίς ξεκάθαρες δεσμεύσεις δεν έχει ουσία. Δεν απορρίπτουν τις συζητήσεις — αντιθέτως, επιθυμούν θεσμοθετημένες λύσεις. Όμως η πρόσφατη εμπειρία, από καθυστερήσεις επιδοτήσεων μέχρι αυξήσεις κόστους ενέργειας και παραγωγής, τους κάνει να αμφισβητούν ότι μια απλή υπόσχεση, ή μια γενική αναφορά σε «μελλοντικές παρεμβάσεις», μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους.
Έτσι, το βαθύ πολιτικό πρόβλημα δεν είναι μόνο οι ίδιες οι εκκρεμότητες, αλλά η απουσία εμπιστοσύνης. Οι αγρότες δεν θεωρούν πλέον ότι οι κυβερνητικές διαβεβαιώσεις αρκούν. Χωρίς νόμο, χωρίς καθαρό χρονοδιάγραμμα, χωρίς συγκεκριμένα άρθρα και ποσά, φοβούνται ότι θα βρεθούν ξανά στο ίδιο σημείο σε λίγους μήνες.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε μια λεπτή ισορροπία. Από τη μία, δεν θέλει να δημιουργήσει προηγούμενο ότι «κάθε ομάδα που πιέζει κερδίζει άμεσα νομοθέτηση». Από την άλλη, γνωρίζει ότι οι αγρότες δεν είναι μια απλή κοινωνική μειοψηφία, αλλά ένας κόσμος με ισχυρές περιφερειακές ρίζες και σαφές πολιτικό βάρος.
Η επιλογή της κυβέρνησης να προτάξει τον διάλογο αντί άμεσης νομοθέτησης είναι μια κίνηση που στοχεύει στην αποκλιμάκωση. Όμως υπάρχει κίνδυνος να εκληφθεί ως παρελκυστική τακτική. Και αυτό εντείνει την πίεση. Η κυβέρνηση θέλει να εμφανιστεί θεσμική, ψύχραιμη, οικονομικά συνετή. Οι αγρότες απαιτούν να εμφανιστεί αποφασιστική, άμεση και αποτελεσματική.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι δύο πλευρές κινούνται σε εντελώς διαφορετικούς χρόνους
– Η κυβέρνηση σκέφτεται με όρους θεσμικούς, μακροπρόθεσμους, δημοσιονομικούς.
– Οι αγρότες σκέφτονται με όρους επιβίωσης, καθημερινότητας, άμεσης ανάγκης.
Η πολιτική διαπραγμάτευση λοιπόν δεν είναι απλώς τεχνική· είναι μια σύγκρουση δύο αντιλήψεων για το τι σημαίνει «επείγον».
Επιπλέον, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη και με ένα αντικειμενικό εμπόδιο: ο κρατικός προϋπολογισμός, όπως έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια ελιγμών. Οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί περιορίζουν την ευχέρεια για άμεσες παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη επίλυσης των προβλημάτων, αλλά καθιστά σαφές ότι η κυβέρνηση αναζητεί λύσεις μέσα σε εξαιρετικά στενό οικονομικό πλαίσιο.
Για τους αγρότες, κάθε καθυστέρηση πληρωμής αποτελεί απόδειξη ότι το κράτος δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Για την κυβέρνηση, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί επιχείρημα ότι χρειάζεται χρόνος για να επανέλθει η τάξη και η διαφάνεια. Έτσι όμως δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος: η κυβέρνηση ζητά χρόνο που οι αγρότες δεν μπορούν να δώσουν, ενώ οι αγρότες ζητούν άμεση δράση που η κυβέρνηση θεωρεί επικίνδυνη.
Η σύγκρουση αυτή δείχνει ότι υπάρχει έλλειψη κοινού σημείου αναφοράς. Δεν συμφωνούν ούτε στο πού βρίσκεται το πρόβλημα ούτε στο πώς πρέπει να λυθεί. Κάθε πλευρά βλέπει την άλλη ως άτολμη ή υπερβολική. Το πολιτικό χάσμα διευρύνεται.
Η έκβαση της κρίσης θα καθοριστεί από το ποιος θα κάνει την πρώτη ουσιαστική κίνηση:
Αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε νομοθετικές ρυθμίσεις, θα σημάνει ότι αναγνωρίζει το μέγεθος του αδιεξόδου και επιχειρεί να το κλείσει πολιτικά. Αν επιμείνει στον διάλογο χωρίς δεσμεύσεις, κινδυνεύει να παρατείνει μια ένταση που φθείρει την πολιτική της εικόνα. Αν οι αγρότες υποχωρήσουν χωρίς συγκεκριμένα κείμενα νόμου, θα αισθάνονται προδομένοι όταν οι υποσχέσεις δεν υλοποιηθούν. Αν επιμείνουν σκληρά, η κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά σε νέα κρίση αξιοπιστίας.
Το βέβαιο είναι ότι η πολιτική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών έχει φτάσει σε σημείο καμπής. Οι αγρότες δεν ζητούν πια μόνο οικονομική ανακούφιση. Ζητούν θεσμική ασφάλεια. Ζητούν δεσμεύσεις γραπτές, ψηφισμένες και ανεξάρτητες από την εκάστοτε συγκυρία. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, πρέπει να αποφασίσει εάν θα παραμείνει στη γραμμή του ελέγχου και της σταδιακής εξυγίανσης ή αν θα αναλάβει το πολιτικό κόστος μιας άμεσης, σαφούς νομοθετικής παρέμβασης.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι απλώς μια «αγροτική διαμαρτυρία», αλλά μια κρίσιμη πολιτική δοκιμασία για το πώς η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται τον ρόλο της και το πώς ο αγροτικός κόσμος αντιλαμβάνεται το δικαίωμα του στην αξιοπρεπή επιβίωση.




