Το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στην Τύνιδα, δημοσίευσε την Έρευνα Αγοράς για την Παραγωγή Ελαιοκομικής Περιόδου Τυνησίας 2021-2022.
Συγκεκριμένα η Έρευνα:
«Η Τυνησία είναι παγκοσμίως μια από τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες με το ελαιόλαδο αποτελεί βασικό εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν καθώς έχει τη μεγαλύτερη συμμετοχή στα έσοδα από εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και η καλλιέργεια της ελιάς απασχολεί και προσφέρει εισόδημα σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού. Η ελαιοπαραγωγή καθιστά την Τυνησία ανταγωνιστική με τη χώρα μας στις παγκόσμιες αγορές καθόσον μάλιστα φυτεύονται όλο και περισσότερες εκτάσεις, η τυποποίηση αυξάνεται και βελτιώνεται και υπάρχει μια σταθερή πολιτική υποστήριξης του προϊόντος. Σημαντική αγορά για το τυνησιακό ελαιόλαδο αποτελεί η Ε.Ε. και με βάση την ισχύουσα Ευρωμεσογειακή Συμφωνία Σύνδεσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τυνησίας προβλέπεται ετήσια ποσόστωση εξαγωγής 56.700 αδασμολόγητων τόνων ελαιολάδου. Κατά καιρούς έχουν δοθεί επιπλέον ποσότητες αδασμολόγητης πρόσβασης ως μέτρο στήριξης της τυνησιακής οικονομίας. Η Τυνησία επανέρχεται κατά καιρούς ζητώντας αύξηση των ποσοτήτων αυτών ιδιαίτερα σε έτη με μεγάλη παραγωγή: τον περασμένο Ιούνιο αιτήθηκε την αύξηση του ορίου εισαγωγής σε 100.000 τόνους ελαιολάδου.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Εθνικού Οργανισμού Ελαιολάδου της Τυνησίας, η φετινή εσοδεία ελαιολάδου (χειμώνας 2021- 2022) εκτιμάται ότι θα κυμανθεί γύρω στους 240.000 τόνους αυξημένη δηλαδή κατά 100.000 έναντι της προηγούμενης ελαιοκομικής περιόδου η οποία ήταν από τις χαμηλότερες των τελευταίων ετών. Τούτο είχε αποδοθεί στις μειωμένες βροχοπτώσεις αλλά και στα προβλήματα χρηματοδότησης των αγροτών που λειτουργούν αποθαρρυντικά για την ελαιοπαραγωγή. Η τιμή για τους παραγωγούς εκτιμάται ότι θα κυμανθεί μεταξύ 7 και 11 τυνησιακών δηναρίων (2,18 ως 3,43 ευρώ περίπου). Παρόλα αυτά και η εκτιμώμενη εφετινή παραγωγή δε θεωρείται πολύ καλή καθώς η χώρα έχει δυνατότητες πολύ μεγαλύτερης παραγωγής. Αναφέρεται εδώ ότι την ελαιοκομική περίοδο 2019-20 (με την οποία κυρίως συγκρίνεται η εφετινή παραγωγή λόγω του ότι τα ελαιόδεντρα παρουσιάζουν εναλλάξ αυξημένη και μειωμένη παραγωγή ανά έτος) η παραγωγή ελαιολάδου υπερέβη τους 350.000 τόνους. Η εκτιμώμενη παραγωγή ελαιών είναι 1,2 εκ. τόνοι.
Η παραγωγή εκτιμάται χαμηλή καθώς σε γενικές γραμμές στις περισσότερες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας είχαν προηγηθεί κανονικές κλιματικές συνθήκες, ιδίως όσον αφορά τις βροχοπτώσεις. Το Υπουργείο Γεωργίας τα τελευταία χρόνια προωθεί και ενισχύει τις αρδευόμενες καλλιέργειες που μπορούν να προσφέρουν σταθερή παραγωγή, όποιες κι αν είναι οι κλιματικές συνθήκες. Οι αρδευόμενες ελαιοκαλλιέργειες έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία στην Τυνησία από 40.000 εκτάρια σε 100.000 εκτάρια, παράγοντας μεταξύ 80 και 100.000 τόνους ελαιολάδου κάθε χρόνο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, οι αρδευόμενες φυτείες θα μπορούσαν να παρέχουν σχεδόν το 80% της ελαιοκομίας. Οι αρμόδιες Αρχές λαμβάνουν μέτρα για τους κινδύνους που απειλούν την ελαιοπαραγωγή κυρίως σε ότι αφορά την πρόληψη των ασθενειών και της απειλής της ελαιοπαραγωγής από το καταστροφικό βακτήριο “Xylella fastidiosa» που μαστίζει την Ιταλία και απειλεί τους ελαιώνες της Μεσογείου. Όσον αφορά την πρόοδο μιας εν εξελίξει εθνικής εκστρατείας για την καταπολέμηση των παρασιτικών ασθενειών, σύμφωνα με τα στοιχεία των Αρχών, έχει προγραμματιστεί σχέδιο φυτουγειονομικής προστασίας σχεδόν 5 εκ. ελαιόδεντρων για την περίοδο 2021/2022, έναντι σχεδόν 830 χιλιάδων ριζών ελιάς κατά την περίοδο 2019/2020.
Όσον αφορά την εξέλιξη της εξαγωγικής περιόδου, τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι ο όγκος των εξαγωγών της περσινής ελαιοκομικής περιόδου που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2020, έφτασε μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 2021, τους 183 χιλιάδες τόνους, με αναμενόμενη αξία 1,539 δις τυνησιακά δηνάρια (480 εκ. ευρώ περίπου) συμπεριλαμβανομένων 24 χιλιάδων τόνων συσκευασμένων ελαιόλαδο αξίας 284 εκ. δηναρίων. Οι τιμές του ελαιολάδου έχουν σαφώς αυξηθεί στο τέλος της ελαιοκομικής περιόδου, και φθάνουν σε αξία τα 7,770 δηνάρια ανά κιλό για το χύμα λάδι και 11,728 δηνάρια το κιλό συσκευασμένο λάδι.
Σημειώνεται ότι την αμέσως προηγούμενη ελαιοκομική περίοδο (Οκτ 2019 – Σεπτ 2020) οι εξαγωγές τυνησιακού ελαιολάδου είχαν φθάσει τους 343.000 τόνους και τα έσοδα ανήλθαν στα 2,078 δις τυνησιακά δηνάρια.
Η σημασία της ελαιοπαραγωγής για τη χώρα τονίζεται με κάθε τρόπο και υπάρχει ισχυρή κρατική και επιστημονική φροντίδα καθώς και προωθητικές ενέργειες για το τυνησιακό έλαιόλαδο στην παγκόσμια αγορά. Επ΄ αυτού αναφέρεται ότι ο Υπουργός Γεωργίας, Υδάτινων Πόρων και Θαλάσσιας Αλιείας κ. Mahmoud Elyes Hamza εγκαινίασε το πρωί της 31/10, την περίοδο συγκομιδής της ελιάς για την περίοδο 2021/2022 με επιτόπια παρουσία σε ελαιώνα στην περιφέρεια της πόλης Sfax, που αποτελεί το βασικό κέντρο ελαιοπαραγωγής της χώρας.
Η Τυνησία καυχιέται ότι αποτελεί κέντρο ελαιοκαλλιέργειας και παραγωγής ελαιολάδου από τα χρόνια της αρχαίας Καρχηδόνας. Τούτο συνεχίστηκε και τους επόμενους αιώνες καθώς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες πήραν μέτρα ώστε η καλλιέργεια της ελιάς να επεκταθεί και η επαρχία να καταστεί το κέντρο ελαιοπαραγωγής της αυτοκρατορίας. Εν ολίγοις, το εμπόριο ελαιολάδου ήταν πάντα πηγή πλούτου για όλους τους πολιτισμούς που έχουν σημαδέψει την ιστορία της Τυνησίας. Οι ελαιώνες υπάρχουν σε όλες τις περιοχές της Τυνησίας, από βορρά προς νότο και από ανατολή προς δύση. Στα βόρεια της χώρας και σε ορισμένες περιοχές του κέντρου συνυπάρχουν με άλλες καλλιέργειες μονοετείς όπως τα δημητριακά ή οπωροφόρα δέντρα όπως εσπεριδοειδή, αμπέλια ή αμυγδαλιές, ενώ στα νότια, αποτελούν μονοκαλλιέργεια.
Γενικότερα, το ελαιόλαδο αποτελεί ένας από τους κύριους πυλώνες της τυνησιακής οικονομίας καθώς παρέχει εισόδημα σε ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Επίσης αποτελεί το κύριο εξαγώγιμο γεωργικό προϊόν, και πολύτιμη πηγή συναλλάγματος. Η καλλιέργεια της ελιάς προσφέρει απασχόληση σε ένα αρκετά ευρύ φάσμα παραγωγικών δομών που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 57% του συνολικού αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Ο κλάδος του ελαιολάδου και των παραγώγων του είναι ένας από τους στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας της Τυνησίας, λόγω των κοινωνικών και οικονομικών διαστάσεων της χώρας και αντιπροσωπεύει σχεδόν το 15% της συνολικής αξίας της τελικής γεωργικής παραγωγής. Το διεθνές εμπόριο ελαιολάδου αντιπροσωπεύει το 50% των συνολικών αγροτικών εξαγωγών, το 5,5% των συνολικών εξαγωγών και είναι η πέμπτη μεγαλύτερη πηγή εισοδήματος σε ξένο νόμισμα για τη χώρα. Ο κλάδος της ελιάς (ελαιοκαλλιέργεια συν ελαιοβιομηχανία) υποστηρίζει, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερα από ένα εκατομμύριο άτομα και παρέχει 34 εκατομμύρια εργάσιμες ημέρες ετησίως, που ισοδυναμούν με περισσότερο από το 20% της αγροτικής απασχόλησης.
Στόχος του τυνησιακού Υπουργείου Γεωργίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και της επιστημονικής έρευνας για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τυνησιακού ελαιολάδου στις ξένες αγορές, η κατάκτηση νέων αγορών, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας του, η προώθηση του βιολογικού ελαιολάδου κ.α. Σύμφωνα με το σχεδιασμό και την αύξηση των εκτάσεων ελαιοκαλλιέργειας η οποία φθάνει τα 22 χιλιάδες εκτάρια ετησίως, η παραγωγή θα φθάνει στους 270 χιλιάδες τόνους ελαιολάδου κατά μέσο όρο ανά διετία ως το 2030.»