Εντός του Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους, η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου που βγαίνει από το ελαιοτριβείο πλησίασε, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ισπανίας, τα 5 ευρώ το κιλό. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι τιμές προ πανδημίας είχαν φθάσει να είναι χαμηλότερες των 2 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο. Εκτιμήσεις εμπειρογνώμων της χώρας αναφέρουν ότι τον Νοέμβριο θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη πίεση στις τιμές καθώς είναι μήνας που τα νοικοκυριά προμηθεύονται λάδι, ενώ παράλληλα τα αποθέματα της χώρας αναμένεται να εξαντλούνται. Συνεπώς, αναμένεται η τιμή παραγωγής του έξτρα παρθένου να ξεπεράσει ακόμα και το όριο των 5 ευρώ το κιλό και δεν αποκλείεται να παραμείνει στα επίπεδα αυτά έως και το επόμενο έτος.
Τα παραπάνω αναφέρονται στην επικαιροποιημένη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) Μαδρίτης με στοιχεία του ισπανικού κλάδου ελαιολάδου, της παραγωγής, του εξωτερικού εμπορίου και του διμερούς εμπορίου Ελλάδος-Ισπανίας.
Την μελέτη επισημαίνεται ότι η Ελλάδα αποτελεί σχετικά αξιόλογο προμηθευτή της Ισπανίας σε ελαιόλαδο, καθώς ιστορικά το εμπορικό ισοζύγιο έχει υπάρξει θετικό για τη χώρα μας, με το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών να απαρτίζονται από ραφιναρισμένα ελαιόλαδα. Σημειωτέον ότι, με βάση τα ελληνικά στοιχεία, το 2018 οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου υπερέβησαν σε αξίες τα €50 εκατ., ανερχόμενες σε €51,37 εκατ., ενώ σε ποσότητες έφθασαν το υψηλό επίπεδο των 29,9 χιλ. τόνων. Στη συνέχεια οι εξαγωγές μας ελαιολάδου προς Ισπανία μειώθηκαν απότομα σε €7,3 εκατ. το 2020, δείχνοντας ωστόσο στη συνέχεια σημεία ισχυρής επανάκαμψης το 2021 και στη μέχρι τώρα πορεία του 2022. Με βάση επίσης τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά την υπό εξέταση περίοδο οι ισπανικές εξαγωγές προς Ελλάδα κινήθηκαν σε αξίες μεταξύ €2,7 εκατ. (το 2020) και €10,1 εκατ. (το 2017). Τα ισπανικά στοιχεία του Υπουργείου Βιομηχανίας, Εμπορίου και Τουρισμού (DataComex), παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τα ελληνικά -όπως και στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο διμερούς εμπορίου- ακολουθούν ωστόσο τις ίδιες τάσεις που περιγράφουμε ανωτέρω.
Ολόκληρη η επικαιροποιημένη μελέτη του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) Μαδρίτης: