Η πανδημία επηρέασε τις συνήθειες των καταναλωτών, οι οποίοι αναβάλουν σημαντικές αγορές και παράλληλα στρέφονται προς οικολογικά προϊόντα και εξ΄ ανάγκης χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, καταγράφει έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ειδικότερα καταγράφονται τάσεις όπως επιλογή των τοπικών αγορών, μείωση των εκ των προτέρων κρατήσεων ταξιδιών, αλλά και συχνότερη χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών. Ορισμένες αλλαγές ενδέχεται να είναι προσωρινές και να συνδέονται με την υγειονομική κατάσταση, ενώ άλλες, ιδίως όσες συνδέονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό όπως αύξηση διαδικτυακών αγορών τροφίμων ή μεγαλύτερη πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες από το σπίτι, συμπεριλαμβανομένων πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων, θα μπορούσαν να καταστούν πιο διαρθρωτικές.
Ορισμένα κύρια πορίσματα σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι:
• Το 2020, το 71 % των καταναλωτών πραγματοποίησε διαδικτυακές αγορές.
• Κατά μέσο όρο, το 38 % των Ευρωπαίων ανησυχούσε για την εξόφληση των λογαριασμών του τον επόμενο μήνα. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών: Οι οικονομικές ανησυχίες των πολιτών κυμαίνονταν από το 7 % έως το 71 %. (Περισσότερες πληροφορίες ανά χώρα)
• Το 42 % των καταναλωτών σκέφτηκε να αναβάλει μια σημαντική αγορά και το 80 % είπε ότι δεν θα προγραμματίσει ταξίδια μέχρι να αποκατασταθεί η κανονικότητα στη χώρα του.
• Το 56 % των καταναλωτών δήλωσε ότι οι περιβαλλοντικές ανησυχίες επηρέασαν τις αποφάσεις του για αγορές και το 67 % δήλωσε ότι αγόρασε προϊόντα που είναι καλύτερα για το περιβάλλον, ακόμη και αν είναι ακριβότερα. Επιπλέον, το 81 % πραγματοποίησε αγορές πιο κοντά στην κατοικία του και στήριξε τοπικές επιχειρήσεις.
• Άλλες μεταβλητές δεν επηρεάστηκαν από την κρίση σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες. Για παράδειγμα, το επίπεδο εμπιστοσύνης των καταναλωτών στους λιανεμπόρους παρέμεινε υψηλό (στο 80 %), η λεπτομερής γνώση των δικαιωμάτων των καταναλωτών παρέμεινε χαμηλή (στο 27 %) και το ποσοστό των καταναλωτών που στις αγορές τους αντιμετώπισαν πρόβλημα για το οποίο κρίνουν ότι νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία παρέμεινε χαμηλό (23 %).