[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 30 δευτ.]
Όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) επέβαλαν στους προμηθευτές καυσίμων την υποχρέωση να διασφαλίσουν ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα ανέλθει τουλάχιστον στο 10 % μέχρι το 2020 στις οδικές και σιδηροδρομικές μεταφορές, και τουλάχιστον στο 14 % μέχρι το 2030 σε όλους τους τομείς των μεταφορών. Ωστόσο, η πλειονότητα των χωρών της ΕΕ (συμπεριλαμβανομένων της Ελλάδας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας) δεν είχαν πετύχει μέχρι το 2020 τις τιμές-στόχο που είχαν τεθεί. Το μέλλον των βιοκαυσίμων είναι ασαφές και ο δρόμος στρωμένος με εμπόδια, προειδοποιεί το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σε έκθεση που δημοσίευσε. Η έλλειψη μακροπρόθεσμης προοπτικής έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια των επενδύσεων, ενώ προβλήματα βιωσιμότητας, ο ανταγωνισμός για τη διασφάλιση βιομάζας και το υψηλό κόστος δυσχεραίνουν την εξάπλωση της χρήσης των βιοκαυσίμων.
Τα βιοκαύσιμα θεωρούνται εναλλακτική λύση έναντι των ορυκτών καυσίμων και επιδίωξη είναι να συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από τον τομέα των μεταφορών και να βελτιώσουν την ασφάλεια του εφοδιασμού της ΕΕ. Κατά την περίοδο 2014-2020, η ΕΕ διέθεσε περίπου 430 εκατομμύρια ευρώ για τη χρηματοδότηση έργων έρευνας και για την προώθηση των βιοκαυσίμων. Ωστόσο, η μετάβαση από την αρχική εργαστηριακή έρευνα στο στάδιο της παραγωγής μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον μία δεκαετία. Επιπλέον, η πολιτική, η νομοθεσία και οι προτεραιότητες της ΕΕ όσον αφορά τα βιοκαύσιμα έχουν τροποποιηθεί συχνά, γεγονός που καθιστά τον τομέα λιγότερο ελκυστικό και επηρεάζει τις αποφάσεις των επενδυτών.
«Τα βιοκαύσιμα προσδοκάται να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για κλιματική ουδετερότητα και στην ενίσχυση της ενεργειακής κυριαρχίας της. Ωστόσο, με την τρέχουσα πολιτική για τα βιοκαύσιμα, η ΕΕ πορεύεται χωρίς πυξίδα, με κίνδυνο να μην φτάσει στον προορισμό της», δήλωσε ο Νικόλαος Μηλιώνης, Μέλος του ΕΕΣ και επικεφαλής του ελέγχου.
Το ΕΕΣ τονίζει ιδιαίτερα την απουσία ενός σαφούς χάρτη πορείας. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί ο τομέας των αεροπορικών μεταφορών. Δεδομένου ότι είναι δύσκολο να εξηλεκτριστεί, τα προηγμένα βιοκαύσιμα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια καλή επιλογή για την απαλλαγή του από τις ανθρακούχες εκπομπές. Ο νέος κανονισμός ReFuelEU Aviation που εγκρίθηκε το 2023 ορίζει το απαιτούμενο επίπεδο βιώσιμων αεροπορικών καυσίμων – περιλαμβανομένων των βιοκαυσίμων – στο 6 % έως το 2030, ή σε περίπου 2,76 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου. Όμως, επί του παρόντος, η δυνητική παραγωγική ικανότητα στην ΕΕ μετά βίας ανέρχεται στο ένα δέκατο της ποσότητας αυτής. Επιπλέον, εν αντιθέσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν έχει ακόμη καταρτιστεί σε επίπεδο ΕΕ χάρτης πορείας σχετικά με τον τρόπο επιτάχυνσης της παραγωγής. Πολύ μεγάλη ασάφεια επικρατεί επίσης σχετικά με το μέλλον των βιοκαυσίμων στις οδικές μεταφορές. Το τολμηρό ποντάρισμα στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, σε συνδυασμό με τους τίτλους τέλους για τα πετρελαιοκίνητα και τα ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα που προγραμματίζεται να πέσουν το 2035, θα μπορούσε να σημαίνει ότι το μέλλον των βιοκαυσίμων στις οδικές μεταφορές στην ΕΕ διαφαίνεται κάθε άλλο παρά λαμπρό.
Το ΕΕΣ επισημαίνει επίσης τρία βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τομέας των βιοκαυσίμων στην πράξη: τη βιωσιμότητα, τη διαθεσιμότητα βιομάζας και το κόστος.
Τα περιβαλλοντικά οφέλη των βιοκαυσίμων συχνά υπερεκτιμώνται. Για παράδειγμα, τα βιοκαύσιμα από πρώτες ύλες προερχόμενες από καλλιέργειες (που καταλαμβάνουν γεωργικές εκτάσεις και, άρα, μπορεί να συνεπάγονται την αποψίλωση δασών) ενδέχεται να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, στο έδαφος και στα ύδατα. Αυτό αναπόφευκτα εγείρει ζητήματα δεοντολογικού χαρακτήρα όσον αφορά τη σχετική προτεραιότητα των καυσίμων και των τροφίμων.
Επιπλέον, η διαθεσιμότητα βιομάζας περιορίζει την εξάπλωση της χρήσης των βιοκαυσίμων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδοκούσε ότι τα βιοκαύσιμα θα ενίσχυαν την ενεργειακή ανεξαρτησία. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η εξάρτηση από τρίτες χώρες (π.χ. εισαγωγές χρησιμοποιημένων μαγειρικών ελαίων από την Κίνα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Μαλαισία και την Ινδονησία) έχει αυξηθεί κατακόρυφα λόγω της ολοένα διογκούμενης ζήτησης βιομάζας. Είναι γεγονός ότι ο τομέας των βιοκαυσίμων ανταγωνίζεται άλλους τομείς για την προμήθεια πρώτων υλών, ιδίως τον τομέα των τροφίμων, αλλά και εκείνους των καλλυντικών, των φαρμάκων και των βιοπλαστικών.
Τέλος, τα βιοκαύσιμα δεν συνιστούν ακόμη οικονομικά βιώσιμη λύση, καθώς είναι ακριβότερα από τα ορυκτά καύσιμα. Επίσης, επί του παρόντος, τα δικαιώματα εκπομπής είναι φθηνότερη επιλογή σε σύγκριση με τη μείωση των εκπομπών CO2 με τη χρήση βιοκαυσίμων, χρήση την οποία δεν ευνοούν πάντοτε οι δημοσιονομικές πολιτικές των χωρών της ΕΕ.