Του Γιώργου Ατσαλάκη
Η Ιαπωνία μέχρι το 1946, ήταν στα πρόθυρα της ολικής καταστροφής. Τριάντα χρόνια αργότερα, η ιαπωνική οικονομία ήταν η δεύτερη στον κόσμο, ακριβώς πίσω από τις ΗΠΑ. Κατάφερε να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όμως οι κακές επενδύσεις, το αυξανόμενο χρέος και η γήρανση του εργατικού δυναμικού οδήγησαν στις χαμένες δεκαετίες που έχει βιώσει έκτοτε η χώρα.
Μετά την ήττα της, μείωσε τους δασμούς στα εισαγόμενα αγαθά με σκοπό να είναι φθηνότερη η εισαγωγή ξένης τεχνολογίας, η οποία μεταφράστηκε σε οικονομική ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου. Απαγορεύτηκαν οι δραστηριότητες των καρτέλ και οι εταιρείες αναγκάστηκαν να μειώσουν το μέγεθος τους. Οι ιαπωνικές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός τις έκανε ισχυρότερες και ικανότερες να ανταγωνιστούν διεθνώς. Αλλά προκειμένου να διεισδύσουν στις αγορές με φθηνές τιμές συμπίεζαν στο ελάχιστο τα κέρδη, ή λειτουργούσαν με ζημιά.
Η Κεντρική Τράπεζας της Ιαπωνίας ακολούθησε μια λανθασμένη στρατηγική καθώς αυτή αποφάσιζε ποιες εταιρείες και βιομηχανίες θα μπορούσαν να λάβουν δάνεια και ποιες θα αποθαρρύνονται και όχι η πραγματική οικονομία ανάλογα με τις ανάγκες των καταναλωτών. Αυτό ήταν ένα παρεμβατικό, κεντρικά καθοδηγούμενο σύστημα μετά-πολεμικής οικονομίας προσαρμοσμένο στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών για εξαγωγές. Έτσι, ενώ οι μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες αναπτύχθηκαν αλματωδώς, οι υπάλληλοί τους και η υπόλοιπη κοινωνία αρκέστηκαν σε σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Ένα πολύ υποτιμημένο νόμισμα και τα χαμηλά επιτόκια βοήθησαν στη δημιουργία τεράστιας οικονομικής ανάπτυξης – αλλά φυσικά με κόστος. Η Ιαπωνία διατηρώντας το νόμισμά της αδύναμο, έκανε τις εξαγωγές της πιο ανταγωνιστικές στις παγκόσμιες αγορές και επίσης έκανε τα εισαγόμενα προϊόντα πιο ακριβά στην Ιαπωνία. Αυτό ενίσχυσε τον όγκο των ιαπωνικών εξαγωγών και ώθησε την οικονομική ανάπτυξη.
Ιστορικά, η ανισορροπία μεταξύ των τεράστιων εξαγωγών της Ιαπωνίας και των ελάχιστων εισαγωγών έπληξε την παγκόσμια οικονομία, καθώς σήμαινε ότι οι εργαζόμενοι σε άλλες χώρες δυσκολεύονταν να κερδίσουν τα προς το ζην καθώς έπρεπε να ανταγωνιστούν φθηνά εισαγόμενα αγαθά και δεν μπορούσαν να κερδίσουν τα προς το ζην πουλώντας αγαθά και υπηρεσίες σε Ιάπωνες πελάτες, που απλώς δεν ξόδευαν.
Στην συμφωνία της Plaza το 1985, η Ιαπωνία επέτρεψε στο γιεν να εκτιναχθεί στα ύψη έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, γεγονός που θα έπρεπε να είχε προκαλέσει απότομη πτώση του εμπορικού πλεονάσματος και της ανάπτυξης της Ιαπωνίας. Αλλά για να αποφευχθεί αυτό, η Τράπεζα της Ιαπωνίας μείωσε τα επιτόκια και άρχισε να αυξάνει σημαντικά τις ποσοστώσεις καθοδήγησης των δανείων προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Η μείωση των επιτοκίων δημιούργησε πιστωτική έκρηξη, η οποία προκάλεσε εκτόξευση στις τιμές των ακίνητων, αλλά και στο χρηματιστήριο. Σε αυτή τη νέα εύκολη πίστωση, σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, με τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και των μετοχών να εκτοξεύονται, η κερδοσκοπική φρενίτιδα έγινε τόσο μεγάλη που οι ιαπωνικές εταιρείες άρχισαν να αντλούν κεφάλαια μόνο για να επενδύσουν σε μετοχές και ακίνητα, δηλαδή σε μη παραγωγικά δάνεια. Με την ξαφνική ανατίμηση του γεν, ο ιαπωνικός λαός είχε αποκτήσει μεγάλη αγοραστική δύναμη και τα ξένα αγαθά ξαφνικά τους φαινόταν φθηνά και άρχισαν να εισάγουν αγαθά.
Οι επενδύσεις μπορεί πάντα να αναμένεται να προκαλέσουν ανάπτυξη, αλλά μη βιώσιμες επενδύσεις του τύπου που συνέβησαν στην ιαπωνική φούσκα της δεκαετίας του 1980 απλώς αφαιρούν περισσότερη ανάπτυξη από το μέλλον καθώς δεν θα υπάρχουν τα απαραίτητα κεφάλαια για μελλοντική ανάπτυξη. Η οικονομία της Ιαπωνίας αναπτύχθηκε μαζικά στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, εντυπωσιάζοντας τον υπόλοιπο κόσμο. Φαινόταν να είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που δεν επηρεάστηκε από το κραχ του 1987 και πολλοί επενδυτές εκείνη την εποχή ήταν βέβαιοι ότι η Ιαπωνία θα ξεπερνούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα ήταν η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τεράστιας ανάπτυξης ήρθε δυστυχώς με το κόστος της απότομης επιδείνωσης των ανισορροπιών και της μαζικής σπατάλης σε μη παραγωγικές επενδύσεις.
Τελικά το 1990, ανησυχώντας για τους αυξανόμενους κινδύνους, η Τράπεζα της Ιαπωνίας άρχισε να κάνει αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει χρόνια νωρίτερα και άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια για να αυξηθεί το κόστος του κεφαλαίου ώστε να αποτρέψει την υπερθέρμανση της οικονομίας. Μέχρι το 1990, η Ιαπωνία είχε ένα άκαμπτο τραπεζικό σύστημα που υποστηρίχθηκε από κρατικές εγγυήσεις. Είχε συγκεντρώσει ακραίες εισοδηματικές ανισορροπίες, υπήρξαν χρόνια μη παραγωγικών επενδύσεων, υπήρχε εξαιρετικά υπερτιμημένη ακίνητη περιουσία και αυξανόμενο χρέος.
Η Ιαπωνία εξέδωσε τα πρώτα της κρατικά ομόλογα το 1965, ξεκινώντας να συσσωρεύσει δημόσιο χρέος που σύντομα θα έφτανε σε ιστορικές διαστάσεις όπου το 2022, το ιαπωνικό δημόσιο χρέος εκτιμάται σε 12,2 τρις $ ΗΠΑ, ή 266% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα. Το 1989, οι 32 από τις 50 κορυφαίες εταιρείες του κόσμου ανά κεφαλαιοποίηση αγοράς ήταν Ιαπωνικές. Σήμερα η Toyota είναι η μόνη ιαπωνική εταιρεία που παραμένει στην 42η θέση.
Μετά την έκρηξη της οικονομικής φούσκας της Ιαπωνίας, η χώρα εγκλωβίστηκε σε έναν φαύλο κύκλο αργής ανάπτυξης και αποπληθωρισμού, οδηγώντας σε μια επίμονη έλλειψη ζήτησης. Ο αποπληθωρισμός είναι πολύ επιβλαβής για μια οικονομία, καθώς όταν οι άνθρωποι αναμένουν πτώση των τιμών, αναβάλλουν τις δαπάνες βλάπτοντας περισσότερο την οικονομία.
Η ανεργία των νέων οδήγησε τότε τους ανθρώπους να αποκτήσουν λιγότερα παιδιά, προκαλώντας δημογραφικά προβλήματα στη χώρα. Το ιαπωνικό τραπεζικό σύστημα παρέμεινε επίσης στάσιμο, καθώς είχε κάθε είδους επισφαλή δάνεια στα βιβλία του από τη δεκαετία του 1980 και δεν ήθελε να δώσει νέα δάνεια, ειδικά καθώς οι περισσότερες εταιρείες που ήθελαν να δανειστούν ήταν ακόμη πιο επικίνδυνες λόγω της παραπαίουσας οικονομίας.
Η Τράπεζα της Ιαπωνίας προσπάθησε να τονώσει την οικονομία, μειώνοντας τα επιτόκια, ακόμη και μηδενίζοντας τα επιτόκια. Ήταν όμως πλέον αργά. Τον Νοέμβριο του 1997 άρχισαν να σχηματίζονται ουρές έξω από τις τράπεζες στην Ιαπωνία, σηματοδοτώντας την έναρξη της τραπεζικής κρίσης στην Ιαπωνία. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, επτά μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα χρεοκόπησαν και η κρίση έληξε μόνο μετά από ένα αμφιλεγόμενο πρόγραμμα διάσωσης με χρήματα των φορολογουμένων. Ευτυχώς, αυτή η διάσωση καθάρισε τους ισολογισμούς των Ιαπωνικών τραπεζών, καθιστώντας τις πιο πιθανό να λειτουργήσουν.
Τα τελευταία χρόνια η Ιαπωνία μπήκε με αρνητικά επιτόκια και τεράστια ποσοτική χαλάρωση για να τονώσει τον πληθωρισμό, ελπίζοντας ότι θα ωθούσε την οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση στην Ιαπωνία ήταν τόσο ακραία που η Τράπεζα της Ιαπωνίας κατέχει περίπου το 70% του συνόλου του κρατικού χρέους. Άρχισαν να αγοράζουν εταιρικά ομόλογα ακόμη και μετοχές. Αυτό το πρόγραμμα αύξησε επίσης τους φόρους κατανάλωσης ελπίζοντας να τερματίσει τον αποπληθωρισμό. Η πανδημία του κορωνοϊού το 2020 έφερε άλλο ένα πλήγμα στην ιαπωνική οικονομία. Η πτώση του γιεν και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου ώθησαν πρόσφατα τον ονομαστικό πληθωρισμό της Ιαπωνίας στο 2,5%. Εξαιρουμένων των ευμετάβλητων τιμών των βασικών εμπορευμάτων, ωστόσο, ο υποκείμενος πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι ασθενής και δεν υπήρξε μετακύλιση από την αύξηση των τιμών σε υψηλότερους μισθούς. Η Ιαπωνία έχει το αντίθετο πρόβλημα με το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου και είναι η μόνη χώρα που διατηρεί αρνητικά επιτόκια, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και οι περισσότερες άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες αυξάνουν επιθετικά τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό.
Πρόσφατα η Ιαπωνία για να διατηρήσει το νόμισμά της ισχυρό, δαπάνησε 2,84 τρισεκατομμύρια γιεν (19,5 δισεκατομμύρια δολάρια) για να επιβραδύνει την υποχώρηση του νομίσματος – η πρώτη τέτοια παρέμβαση από το 1998. Αυτό όμως θα κάνει τις εξαγωγές της πιο ακριβές στις παγκόσμιες αγορές και επίσης θα κάνει τα εισαγόμενα προϊόντα πιο φθηνά πράγμα το οποίο δεν βοηθάει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη της.
Πολλά από τα στάδια που πέρασε η Ιαπωνική οικονομία έχει βιώσει η Κίνα μέχρι σήμερα, ως δεύτερη οικονομία στον πλανήτη. Είναι εμφανείς οι τάσεις της μείωσης των δημογραφικών στοιχείων εξ αιτίας της παλιότερης πολιτικής του 1 παιδιού, του μεγάλου χρέους, της φθίνουσας αύξησης της παραγωγικότητας, της ανεργίας και της μη παραγωγικής χρήσης πολλών δανείων.
Η αύξηση της παραγωγικότητας της Κίνας ήταν κατά μέσο όρο 15,5% από το 1995 έως το 2013, όταν ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας έφτασε στο αποκορύφωμά του.
Στη συνέχεια, η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε σε μόλις 5,7% κατά μέσο όρο τα τελευταία χρόνια. Έτσι, ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας της Κίνας επιβραδύνεται ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεται να επιταχυνθεί. Σήμερα πρέπει να επενδύσει 8 δολάρια για να δημιουργήσει 1 δολάριο αύξησης του ΑΕΠ, το οποίο είναι διπλάσιο από το επίπεδο που χρειαζόταν πριν από μια δεκαετία και το χειρότερο από οποιαδήποτε μεγάλη οικονομία.
Η παραγωγικότητα δεν έχει να κάνει με το πόσο σκληρά εργάζονται, αλλά με το πόση παραγωγή παράγεται ανά ώρα εργασίας, επομένως καθοδηγείται περισσότερο από επενδύσεις σε κεφάλαιο, τεχνολογική πρόοδο, καλύτερες πρακτικές διαχείρισης και ανάπτυξη ανθρώπινου κεφαλαίου.
Το μεγάλο δημόσιο χρέος της Κίνας χρησιμοποιήθηκε για να επιταχύνει την ανάπτυξη της (όταν η Βρετανία χρειάστηκε πάνω από 7 γενιές για να βιομηχανοποιηθεί και η Κίνα μόνο μία). Το συνολικό χρέος στην Κίνα έφτασε το 275% του ΑΕΠ και μεγάλο μέρος αυτού του χρέους χρηματοδότησε αμφιλεγόμενες επενδύσεις στη φούσκα των ακινήτων. Η ακίνητη περιουσία αποτελεί το περίπου το 30% της οικονομικής παραγωγής της. Υπολογίζεται ότι 50 εκ. πρόσφατα κτισμένα σπίτια είναι ακατοίκητα και άλλα τόσα υπό κατασκευή. Πολλά από τα δάνεια που χρηματοδοτούσαν τα τεράστια έργα υποδομών των «Δρόμων του Μεταξιού» (12 φορές μεγαλύτερα από τον σχέδιο Μάρσαλ) αντιμετωπίζουν προβλήματα αποπληρωμής.
Τα εξαγωγικά πλεονάσματα της Κίνας θα αυξήσουν την εσωτερική κατανάλωση, και θα ανατιμηθεί το γουάν, οδηγώντας σε αγορές εισαγόμενων προϊόντων που θα μειώσουν το εξαγωγικό πλεόνασμα. Η μελλοντική ανάπτυξη για την Κίνα θα είναι πολύ πιο δύσκολη από την ανάπτυξη που πέτυχε στο παρελθόν (ήδη έχει το μικρότερο ρυθμό των τελευταίων 40 ετών).
Οι αριθμοί της ανεργίας των νέων στην Κίνα έδειξαν ότι τον περασμένο Ιούνιο σχεδόν ένας στους πέντε ανθρώπους στην ηλικιακή ομάδα 16-24 ετών ήταν άνεργος.
Η παγκόσμια οικονομία ωφελείται από τις οικονομικές δυσκολίες της Κίνας, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Η μειωμένη ζήτηση της Κίνας για εμπορεύματα και ενέργεια μειώνει τις πληθωριστικές πιέσεις στον υπόλοιπο κόσμο παρόλο που μακροπρόθεσμα θα συμβάλει σε ύφεση.
Χρειάζονται ευφυείς στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξης για να αποφύγει η Κίνα να ακολουθήσει την πορεία της Ιαπωνίας. Ο χρόνος θα δείξει τι πρόκειται να συμβεί.
Ο Γιώργος Ατσαλάκης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.