Νέο σύστημα
επιδόματος θέρμανσης, με βάση τις ανάγκες θέρμανσης ανά οικισμό, σε συνεργασία με
την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ανακοίνωσε το Υπουργείο Οικονομικών.
Το επίδομα θα βασίζεται στις ώρες θέρμανσης που, κατά μέσο όρο, χρειάζεται σε
ετήσια βάση κάθε νοικοκυριό, και θα είναι διαφορετικό ανάλογα με τις ειδικές
μετεωρολογικές και κλιματικές συνθήκες που υπάρχουν σε κάθε χωριό και γειτονιά.
Ταυτόχρονα θα προστεθούν και άλλα καύσιμα στα επιδοτούμενα, όπως το φυσικό
αέριο, το υγραέριο και ξύλα και πέλετ (τα τελευταία, για λόγους
περιβαλλοντικούς, μόνο στους μικρότερους οικισμούς, κάτω των 2.500 χιλιάδων
κατοίκων).
Το ελάχιστο επίδομα, θα παραμείνει το ίδιο, ενώ το μέγιστο θα προσαρμόζεται
αναλογικά, ξεπερνώντας στους ορεινούς οικισμούς με μεγάλες θερμαντικές ανάγκες
κατά πολύ το παλαιό μέγιστο επίδομα.
Η συνολική δημοσιονομική δαπάνη, ανάλογα με τη συμμετοχή, θα είναι μεγαλύτερη
από το 2019 και θα κυμανθεί μεταξύ των 85 και 94 εκατ. ευρώ.
Τα εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια του επιδόματος θα μείνουν τα ίδια, ενώ
για να δικαιούνται επίδομα θέρμανσης όσοι χρησιμοποιούν εναλλακτικά καύσιμα
(φυσικό αέριο, υγραέριο και ξύλο και πέλετ στους μικρούς ορεινούς οικισμούς),
θα πρέπει να προσκομίσουν αριθμούς τιμολογίων και ΑΦΜ προμηθευτή για διπλάσιας,
τουλάχιστον, αξίας τιμολόγια των σχετικών καυσίμων που θα έχουν πληρωθεί
ηλεκτρονικά (περιλαμβάνεται εδώ και η τραπεζική κατάθεση και ο αγροτικός
ταχυδρόμος, για να διευκολύνονται και οι κάτοικοι των μικρών χωριών). Η
περίπτωση του φυσικού αερίου που γίνεται με λογαριασμούς θα αντιμετωπιστεί
διαφορετικά. Το επίδομα θα καταβληθεί τον Δεκέμβριο και προηγουμένως θα έχει
εκδοθεί η σχετική Υπουργική Απόφαση τον Νοέμβριο.
Ειδικότερα βάσει του υπάρχοντος σχεδιασμού η νέα μεθοδολογία εκτίμησης των
αναγκών θέρμανσης στηρίζεται στη χρήση των βαθμοημερών (Heating Degree-days).
Σύμφωνα με τα πρότυπα, ένα κτήριο χρειάζεται θέρμανση όταν η μέση θερμοκρασία
είναι κάτω από τη θερμοκρασία βάσης, που ορίζεται στους 15.5˚. Για κάθε βαθμό
μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας κάτω των 15.5˚ έχουμε μία βαθμοημέρα. Επομένως, αν
η μέση θερμοκρασία μίας περιοχής είναι 10˚, χρειάζονται 5.5 βαθμοημέρες
θέρμανσης.
Χρησιμοποιώντας τις μετρήσεις θερμοκρασίας αέρα για 60 μετεωρολογικούς σταθμούς
της ΕΜΥ σε χρονικό διάστημα 30 ετών, υπολογίστηκε ο μέσος αριθμός βαθμοημερών
ανά έτος και στη συνέχεια, με ψηφιακό μοντέλο εδάφους, μελετήθηκε η συσχέτιση
των βαθμοημερών με σειρά γεωφυσικών παραμέτρων (π.χ. γεωγραφικό πλάτος,
υψόμετρο, ακτινοβολία, προσανατολισμό, κλίση του εδάφους, απόσταση από την
θάλασσα). Η συσχέτιση ήταν ικανοποιητικά υψηλή (>90%), επιτρέποντας έτσι την
εκτίμηση των αναγκών θέρμανσης ανά περιοχή.
Στη συγκεκριμένη ανάλυση η ελληνική επικράτεια χωρίστηκε σε 200.000 τετράγωνα
750 μ. x 750 μ., στα οποία εκτιμήθηκαν οι βαθμοημέρες θέρμανσης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μεθοδολογίας αυτής, στις νότιες παραθαλάσσιες
περιοχές οι βαθμοημέρες ξεκινούν από περίπου 210 ετησίως, στις βόρειες ορεινές
περιοχές φτάνουν τις 2.600 για υψόμετρο 1.500 μ. και ξεπερνούν τις 3.000 για
πολύ ορεινές περιοχές.
Η μελέτη της ΕΜΥ έγινε χωρίς καμία επιβάρυνση του Δημοσίου, από την ομάδα του επιστήμονα
της ΕΜΥ κ. Αναδρανιστάκη και θα αξιοποιηθεί και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος
και Ενέργειας στο επόμενο πρόγραμμα «Εξοικονομώ», καθώς και για πολεοδομικούς
σκοπούς.