[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 7 δευτ.]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίνει την εκ νέου εισαγωγή του συστήματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με την αγορά για τις τράπεζες στην Ελλάδα, ενός ελληνικού συστήματος (γνωστού ως «Ηρακλής») με στόχο τη στήριξη της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών, καθώς δεν περιλαμβάνει κρατική ενίσχυση.
Το καθεστώς αποτελεί επανεισαγωγή ενός μέτρου που ενέκρινε αρχικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο του 2019 ( SA.53519 ), για διάρκεια 18 μηνών και παρατάθηκε τον Απρίλιο του 2021 (SA.62242), το οποίο έληξε στις 9 Οκτωβρίου 2022. Η Ελλάδα κοινοποίησε τα σχέδιά της να επαναφέρει το καθεστώς, το οποίο θα διαρκέσει έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2024.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι το πρόγραμμα στοχεύει να βοηθήσει τις τράπεζες να τιτλοποιούν και να απομακρύνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους ισολογισμούς τους. Στο πλαίσιο του καθεστώτος, ένας ιδιωτικός οργανισμός ειδικού σκοπού θα αγοράζει μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τις τράπεζες και θα τα πουλά σε επενδυτές. Το κράτος θα παράσχει δημόσια εγγύηση για τα ανώτερα, λιγότερο επικίνδυνα ομόλογα του οργανισμού τιτλοποίησης. Σε αντάλλαγμα, το Δημόσιο θα λάβει αμοιβή με τους όρους της αγοράς. Στόχος είναι να προσελκύσει ένα ευρύ φάσμα επενδυτών και να στηρίξει τις τράπεζες στις συνεχείς προσπάθειές τους να μειώσουν το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους.
Και οι τέσσερις σημαντικότερες ελληνικές τράπεζες που επωφελήθηκαν από το πρόγραμμα παρατήρησαν δραστική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του καθεστώτος, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε από 42% τον Σεπτέμβριο 2019, σε 8,7% στο τέλος του 2022 (που αντιστοιχεί σε τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους € 49,5 δισ. ακαθάριστη λογιστική αξία). Η επανεισαγωγή του καθεστώτος θα βασιστεί στην επιτυχία που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, γεγονός που μπορεί επίσης να δώσει κίνητρα σε λιγότερο σημαντικές ελληνικές τράπεζες να υποβάλουν αίτηση στο πρόγραμμα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αξιολόγησε το καθεστώς και διαπίστωσε ότι οι κρατικές εγγυήσεις θα συνεχίσουν να αμείβονται με τους όρους της αγοράς ανάλογα με τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται, δηλαδή με τρόπο που θα ήταν αποδεκτός για έναν ιδιωτικό φορέα υπό τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς. Αυτό διασφαλίζεται από τα ακόλουθα στοιχεία:
• Πρώτον, ο κίνδυνος για το κράτος θα είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η κρατική εγγύηση ισχύει μόνο για τη μεγαλύτερη δόση των ομολογιών που πωλούνται από το όχημα τιτλοποίησης. Ένας ανεξάρτητος οργανισμός αξιολόγησης εγκεκριμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα καθορίσει την αξιολόγηση της δόσης των ανώτερων.
• Δεύτερον, η κρατική εγγύηση για τη μεγαλύτερη δόση θα τεθεί σε ισχύ μόνο εάν περισσότερες από τις μισές από τις μη εγγυημένες και ενέχουν κινδύνους δόσεις έχουν πωληθεί επιτυχώς σε ιδιώτες συμμετέχοντες στην αγορά. Αυτό θα διασφαλίσει ότι η κατανομή κινδύνου των τμημάτων ελέγχεται και επιβεβαιώνεται από την αγορά προτού το κράτος αναλάβει οποιοδήποτε κίνδυνο.
• Τρίτον, η αμοιβή του κράτους για τον κίνδυνο θα είναι σύμφωνη με την αγορά. Η προμήθεια εγγύησης θα βασίζεται σε ένα σημείο αναφοράς της αγοράς και θα είναι ανάλογη με το επίπεδο και τη διάρκεια του κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι η προμήθεια εγγύησης που καταβάλλεται θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τη διάρκεια της έκθεσης του κράτους. Η αμοιβή προσαρμόζεται για να αντικατοπτρίζει τις τρέχουσες εξελίξεις της αγοράς στην Ελλάδα. Αυτή η δομή αμοιβών, εκτός από το διορισμό ενός εξωτερικού εξυπηρετητή, στοχεύει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της προπόνησης και την πιθανή ανάκαμψη των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σε αυτή τη βάση λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο δεν περιέχει κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις.