[χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά και 37 δευτ.]
Του Γιώργου Ατσαλάκη
Η κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα ενέχει τεράστιους οικονομικούς κινδύνους, δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί πού θα καταλήξει και αφορά πάρα πολύ την ΕΕ και γενικά την Δύση και την χώρα μας.
Η αλλαγή της στρατηγικής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή το 2021, μετά την εκλογή του Προέδρου Τζο Μπάιντεν, η οποία εστίασε στη μείωση της στρατιωτικής εμπλοκής των ΗΠΑ στην περιοχή και την αναδιάταξη προτεραιοτήτων προς άλλες γεωπολιτικές απειλές, ιδιαίτερα αυτές που αντιμετωπίζονται από την Κίνα στον Ινδο-Ειρηνικό και τη Ρωσία στην Ευρώπη, είχε ως αποτέλεσμα να βρουν ευκαιρία διάφοροι φιλόδοξοι φύλαρχοι, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους να αποκτήσουν ισχύ στην περιοχή.
Μία από τις πρώτες ενέργειες του Μπάιντεν ως πρόεδρος ήταν ο τερματισμός της αμερικανικής υποστήριξης προς τη Σαουδική Αραβία εναντίον των Χούθι, και την αφαίρεση των Χούθι από τον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων. Επιπλέον, η διοίκηση Μπάιντεν επιδίωξε να προωθήσει τη διπλωματία και τη μεσολάβηση σε περιφερειακές διαμάχες, όπως η προσπάθεια να διευκολύνει μια συμφωνία εξομάλυνσης μεταξύ του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας.
Η Ιρανική κυβέρνηση, η οποία χαρακτηρίζεται από απολυταρχικές τάσεις, αντιμετωπίζει περιοδικές εσωτερικές προκλήσεις, όπως εξεγέρσεις από νεότερες και πιο φιλελεύθερες δυνάμεις μέσα στην χώρα. Αντιδρώντας σε αυτές τις πιέσεις, το Ιράν έχει επιδιώξει να εξωτερικεύσει την εσωτερική του κρίση μέσω πολεμικών επιχειρήσεων και της υποστήριξης ομάδων όπως οι Χούθι, η Χαμάς και η Χεζμπολάχ ή επιθέσεις στο Ιρακινό Κουρδιστάν και στο Μπαλουχιστάν όπου στο λιμάνι της Gwadar καταλήγει ο πιο ακριβοπληρωμένος ($50 δις) Δρόμος το Μεταξιού που δίνει διέξοδο στην Κίνας μέσω το Πακιστάν στον Ινδικό ωκεανό.
Αυτή η στρατηγική στοχεύει να αποπροσανατολίσει τον ιρανικό λαό από τις εσωτερικές του ανησυχίες, μεταφέροντας την προσοχή σε εξωτερικούς «εχθρούς» και πολεμικές δράσεις.
Στον αντίποδα, η Σαουδική Αραβία ανησυχεί βαθιά για τις δυνατότητες και τις προθέσεις των Χούθι στην Υεμένη, ιδίως σε σχέση με τον αποκλεισμό του στενού Bab-el-Mandeb. Αυτό το στενό αποτελεί ένα κρίσιμο ναυτικό πέρασμα, καθώς είναι μία από τις κύριες θαλάσσιες διαδρομές για την μεταφορά πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή προς την Ασία. Ο φόβος της Σαουδικής Αραβίας είναι ότι οι Χούθι, με την υποστήριξη ή και την καθοδήγηση του Ιράν, θα μπορούσαν να απειλήσουν ή ακόμα και να αποκλείσουν το στενό Bab-el-Mandeb και το Ιράν να αποκλείσει το στενό του Ορμούζ, επηρεάζοντας άμεσα τη σαουδαραβική οικονομία και κατ’ επέκταση, τη διεθνή ενεργειακή αγορά.
Η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στη μεταφορά του πετρελαίου της. Η μόνη εναλλακτική θα ήταν η χρήση της διώρυγας του Σουέζ, η οποία θα ανάγκαζε τα πετρελαιοφόρα να κάνουν την μακρά διαδρομή γύρω από την Αφρική για να παραδώσουν στους ασιατικούς πελάτες. Αυτό θα αύξανε σημαντικά το κόστος μεταφοράς και επομένως την τιμή του πετρελαίου για τους καταναλωτές.
Όσον αφορά το Ισραήλ, η χώρα δεν εξαρτάται άμεσα από τα στενά για τις εισαγωγές της, καθώς έχει πολλαπλές εναλλακτικές διαδρομές και πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική για άλλες γειτονικές χώρες στην περιοχή. Η Ιορδανία, το Σουδάν και η Ερυθραία τα μόνα θαλάσσια λιμάνια που έχουν βρίσκονται αποκλειστικά στην Ερυθρά Θάλασσα. Η Ιορδανία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυξημένη αστάθεια λόγω των εξελίξεων στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη από το Ισραήλ, καθώς και λόγω της ευρύτερης αστάθειας στην περιοχή.
Η Ερυθραία, που βρίσκεται σε μια στρατηγική θέση στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετωπίζει τις συνέπειες των συνεχιζόμενων εμφυλίων πολέμων σε Σουδάν και Αιθιοπία. Αυτοί οι πόλεμοι, ειδικά στο Σουδάν, έχουν προκαλέσει σημαντική ανθρώπινη τραγωδία και εκτοπισμό πληθυσμού, επηρεάζοντας την περιοχή σε πολλά επίπεδα.
Πάνω από 300 πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, δεξαμενόπλοια, πλοία μεταφοράς αυτοκινήτων και άλλα εμπορικά πλοία έχουν ήδη αποφασίσει να ακολουθήσουν την πολύ πιο μακρά διαδρομή γύρω από την Αφρική για να φτάσουν από την Ασία στην Ευρώπη, μια διαδρομή που προσθέτει κατά μέσο όρο 10 έως 15 ημέρες στο ταξίδι.
Η επιπλέον διαδρομή θα απορροφήσει περίπου το 20% της χωρητικότητας του παγκόσμιου εμπορικού στόλου, επιβαρύνοντας σημαντικά την ήδη τεντωμένη παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν τα κόστη μεταφοράς, καθώς τα πλοία θα αναγκάζονται να καταναλώνουν περισσότερο καύσιμο και να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις μεταφορές.
Σε πολιτικό επίπεδο, το Ιράν μέσω των Χούθι επιδιώκει ότι με τις ενέργειες αυτές ενδεχομένως να αυξηθούν οι δυτικές πιέσεις στο Ισραήλ για να τερματίσει τον πόλεμο στη Γάζα και να διατηρήσει τη Χαμάς ανέπαφη, χωρίς να χρειαστεί να κλιμακώσουν την κατάσταση σε πλήρη πόλεμο. Οι Χούθι έχουν ισχυριστεί ότι αν το Ισραήλ αποσυρθεί από τη Γάζα και συνάψει ειρήνη με τη Χαμάς, οι επιθέσεις τους στην Ερυθρά Θάλασσα θα σταματήσουν.
Διάφορες χώρες ανταποκρίνονται στο κάλεσμα των ΗΠΑ για ασφάλεια του εμπορίου στην περιοχή. Ενδεικτικά, δέκα χώρες έχουν υπογράψει σε μια επιχείρηση προστασίας της Ερυθράς Θάλασσας, με την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία να είναι πιθανώς μεταξύ τους. Και οι δύο χώρες εξαρτώνται άμεσα από την Ερυθρά Θάλασσα για την εθνική τους ασφάλεια και την οικονομία: η Αίγυπτος από τα έσοδα της διώρυγας του Σουέζ (αποτελούν το 10% του ΑΕΠ της) και η Σαουδική Αραβία για την εξαγωγή πετρελαίου της.
Μια άμεση στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ για να αποκαταστήσει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα θα αντιτιθόταν στην τρέχουσα πολιτική των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και θα είχε τον κίνδυνο να επαναφέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια άλλη μακροχρόνια στρατιωτική δέσμευση στην περιοχή, με αβέβαιο χρονικό πλαίσιο και σημαντικούς κινδύνους για περαιτέρω κλιμάκωση.
Αυτή η κατάσταση θυμίζει τις προηγούμενες κρίσεις του Σουέζ το 1967 και το 1975, παρουσιάζοντας μια νέα περίπτωση αστάθειας και αβεβαιότητας στην περιοχή. Η κατάσταση αυτή απαιτεί διεθνή διπλωματία και προσεκτική εξισορρόπηση των συμφερόντων και των ευαίσθητων γεωπολιτικών σχέσεων στη Μέση Ανατολή.
Η ενεργειακή ασφάλεια, η εμπορική κυκλοφορία και η περιφερειακή σταθερότητα εξαρτώνται σημαντικά από την ελεύθερη πρόσβαση μέσω αυτών των στενών. Οι οικονομικές συνέπειες αυτής της αλλαγής θα επηρεάσουν τις τιμές των προϊόντων, των πρώτων υλών και των ενεργειακών πόρων, που αναμένεται να αυξηθούν. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει σε αύξηση του παγκόσμιου πληθωρισμού και σε κοινωνική δυσαρέσκεια ενόψει της προσέλευσης του μισού παγκόσμιου πληθυσμού σε εκλογές το 2024.
Ο Γιώργος Ατσαλάκης είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης.