Για τις επιχειρήσεις οι ανατιμήσεις, ιδίως στις τιμές ενέργειας, τουλάχιστον κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021, προκάλεσαν τρεις σοβαρές και αλληλένδετες επιπτώσεις, καταγράφει Έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ.
Η πρώτη επίπτωση ήταν η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας τους. Με βάση τα ευρήματα της έρευνας αυξήθηκαν μεσοσταθμικά το κόστος ενέργειας κατά 89,8%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 48,2%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 70,3% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 35%.
Η δεύτερη επίπτωση, που είναι απόρροια της πρώτης, ήταν ο ιστορικά υψηλός αριθμός των επιχειρήσεων που αύξησαν τις τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών. Το δεύτερο εξάμηνο του 2021, 1 στις 3 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (34,8) αύξησε τις τιμές τους. Μεσοσταθμικά, οι τιμές πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 4,9%, γεγονός που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος του αυξημένου κόστους λειτουργίας τους το απορρόφησαν. Ωστόσο, για το πρώτο εξάμηνο του 2022, τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν πως 1 στις 2 επιχειρήσεις (48,9%) θα προχωρούσαν σε αύξηση των τιμών πώλησης των αγαθών/υπηρεσιών τους.
Η τρίτη επίπτωση, που σχετίζεται τόσο με την αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, τη μείωση της ζήτησης λόγω των ανατιμήσεων, την επιβράδυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που κινδυνεύει να εισέλθει σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού και των υποχρεώσεων που συσσώρευσαν οι επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης, σχετίζεται με τη σοβαρή αύξηση των υπερχρεωμένων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Συγκεκριμένα, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις είχαν τουλάχιστον μια ληξιπρόθεσμη οφειλή προς το Δημόσιο ή τους ιδιώτες, ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις είχε πολλαπλές ληξιπρόθεσμες οφειλές. Επιπλέον, 1 στις 5 επιχειρήσεις είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές, τόσο προς την εφορία όσο και προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Τα παραπάνω προδιαγράφουν μια ιδιαίτερα δυσοίωνη κατάσταση για έναν πολύ μεγάλο αριθμό κυρίως πολύ μικρών επιχειρήσεων, που επιτάσσει σοβαρή βελτίωση ή ακόμα και διεύρυνση των εργαλείων και των μέτρων διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Επιπλέον, απαιτεί αποτελεσματικές παρεμβάσεις για τη συγκράτηση των τιμών, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με το κόστος ενέργειας.
Τέλος, αναγκαία κρίνεται η διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται, τουλάχιστον, ο ανασχεδιασμός των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε ένα σημαντικό μέρος των επιχορηγούμενων χρηματοδοτήσεων να κατευθυνθεί αποκλειστικά προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Βασικό συμπέρασμα είναι ότι η ανάκαμψη που καταγράφεται για το δεύτερο εξάμηνο του 2021 είναι χαμηλότερη των προσδοκιών, καθώς η εμφάνιση του πληθωρισμού, πρωτίστως λόγω της ενεργειακής κρίσης και δευτερευόντως εξαιτίας της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας, δημιούργησε νέες προκλήσεις. Επιπλέον, η εύθραυστη αυτή ανάκαμψη συντελέστηκε με όρους ανισότητας. Η πλειονότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων συνεχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες.
Σημειώνεται πως η παρούσα έρευνα είναι η πρώτη για το 2022 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009. Οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 802 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), κατά το διάστημα 15 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου 2022. Σημειώνεται πως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των τηλεφωνικών συνεντεύξεων διενεργήθηκαν πριν από την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ως εκ τούτου, η ανάγνωση των ευρημάτων σχετικά με τις επιχειρηματικές μελλοντικές προσδοκίες ή και εκτιμήσεις που παρουσιάζονται, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη αυτήν την παράμετρο.
Ολόκληρη η Έρευνα ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ: