[χρόνος ανάγνωσης 2 λεπτά και 13 δευτ.]
Οι εισαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων από τη Βουλγαρία προς την Ελλάδα είναι σε όλες τις κατηγορίες σημαντικά υψηλότερες από τις αντίστοιχες εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Βουλγαρία. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει εμπορικό έλλειμμα με τη Βουλγαρία στον τομέα των γαλακτοκομικών, σύμφωνα με την έρευνα αγοράς του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στη Σόφια.
Πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη διαφορά εμφανίζεται στην κατηγορία 0402′ (συμπυκνωμένο γάλα και κρέμα με προσθήκη ζάχαρης ή γλυκαντικών), όπου η Ελλάδα εισάγει περίπου 12,4 εκατ. και εξάγει μόλις 2,5 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αρνητικό ισοζύγιο περίπου 9,9 εκατ. ευρώ. Ακολουθεί η κατηγορία 0405′ (βούτυρα και λιπαρές ουσίες από γάλα) με έλλειμμα περίπου 3,0 εκατ. ευρώ και η κατηγορία 0401′ (ανθόγαλα που δεν είναι συμπυκνωμένα και χωρίς γλυκαντικά) με έλλειμμα περίπου 2,4 εκατ. ευρώ.
Το εμπορικό έλλειμμα υπάρχει σε όλες τις κατηγορίες γαλακτοκομικών, όπως τυριά, γιαούρτι και πηγμένα γάλατα, καθώς και ορός γάλακτος, μολονότι σε μικρότερο βαθμό στην τελευταία κατηγορία. Συνολικά, η Ελλάδα εξάγει γαλακτοκομικά στη Βουλγαρία, ωστόσο η εισροή βουλγαρικών γαλακτοκομικών προϊόντων προς την Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη, δημιουργώντας μια προφανή εμπορική ανισορροπία υπέρ της Βουλγαρίας στον κλάδο αυτό.
Ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων στη Βουλγαρία παραμένει στρατηγικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Αποτελεί έναν παραδοσιακά ανεπτυγμένο τομέα, ο οποίος υπολογίζεται ότι αντιπροσώπευε περίπου το 13-14% της τελικής παραγωγής του γεωργικού τομέα το 2024, με την αξία του να ανέρχεται σε 1.293 δισ. BGN. Με την απασχόληση να εκτιμάται σε περίπου 9.000 έως 12.000 άτομα στην παραγωγή και επεξεργασία γάλακτος, ο κλάδος συμβάλλει καθοριστικά στην κοινωνική και οικονομική συνοχή των αγροτικών περιοχών.
Η Βουλγαρία έχει μακρά ιστορία στη γαλακτοκομία. Το βουλγαρικό γιαούρτι (kiselo mlyako) υπήρξε γνωστό ήδη από τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ ο μικροοργανισμός Lactobacillus bulgaricus ταυτοποιήθηκε το 1905, οδηγώντας στην παγκόσμια αναγνώριση των ευεργετικών του ιδιοτήτων.
Τον Ιούλιο του 2023, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνώρισε το παραδοσιακό Βουλγαρικό Γιαούρτι («Българско кисело мляко») και το Βουλγάρικο λευκό τυρί σε άλμη («Българско бяло саламурено сирене») ως Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ). Οι εγγραφές αυτές διασφαλίζουν ότι μόνο προϊόντα που παράγονται με τις παραδοσιακές συνταγές και από γάλα βουλγαρικής προέλευσης φέρουν τις συγκεκριμένες ονομασίες, ενισχύοντας έτσι το συγκριτικό τους πλεονέκτημα στη διεθνή αγορά.
Ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγής χαρακτηρίζεται από σταδιακή μετάβαση προς μεγαλύτερες και περισσότερο εκμηχανισμένες μονάδες. Το 2024 λειτουργούσαν 235 γαλακτοβιομηχανίες. Από τη συνολική ποσότητα γάλακτος που επεξεργάστηκαν, το αγελαδινό γάλα κάλυψε το 95,1%.
Αν και η εσωτερική κατανάλωση ανά άτομο παραμένει συγκριτικά χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ, οι καταναλωτές διατηρούν σταθερές διατροφικές συνήθειες.
Η αγορά κινείται προς ένα διπλό μοντέλο κατανάλωσης, την Βασική Κατανάλωση με σταθερή ζήτηση για βασικά, οικονομικά προϊόντα (γάλα, φθηνά γιαούρτια, τυριά λευκής άλμης) και την Premium Κατηγορία με ταχεία ανάπτυξη της μεσαίας και premium κατηγορίας.
Παρατηρείται αυξανόμενη ζήτηση για διαφοροποιημένα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα βιολογικά, τα light, τα εμπλουτισμένα σε πρωτεΐνες και τα προβιοτικά γιαούρτια. Η ανάπτυξη του κλάδου αναμένεται να ενισχυθεί από την άνοδο των εξαγωγών, κυρίως προς τις αγορές της Ρουμανίας, Ελλάδας και Σερβίας.
Το βουλγαρικό γαλακτοκομικό προφίλ παρουσιάζει αυξανόμενη ζήτηση για προϊόντα υψηλότερης ποιότητας και διαφοροποιημένα γευστικά προφίλ, γεγονός που δημιουργεί σημαντικές προοπτικές για τα ελληνικά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να τοποθετηθούν επιτυχώς στην αγορά, καλύπτοντας ένα κενό ανάμεσα στα τοπικά προϊόντα μαζικής κατανάλωσης και τα ακριβότερα δυτικοευρωπαϊκά.
Ιδιαίτερη έμφαση μπορεί να δοθεί στα εξής προϊόντα υψηλής αξίας, όπως Ελληνικές φέτες ΠΟΠ, γραβιέρες, κατσικίσια τυριά και παραδοσιακό ελληνικό γιαούρτι.
Παράλληλα ανάπτυξη δράσεων εξωστρέφειας με συμμετοχή σε στοχευμένες εμπορικές αποστολές και εκθέσεις (π.χ., Food Expo Sofia). Ενίσχυση της προώθησης ελληνικών τυριών στο κανάλι HoReCa (ξενοδοχεία, εστίαση, catering). Και ενθάρρυνση συμφωνιών ιδιωτικής ετικέτας (private label) με βουλγαρικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα:




