Ροή Ειδήσεων

Αποπαγκοσμιοποιημένη παγκόσμια τάξη

Η διάρκεια του πολέμου στην Ουκρανία ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στα μοντέλα των προβλέψεών, ανέφερε στην ομιλία του ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας, στην διάρκεια δείπνου που παρετέθει προς τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) και τους συνοδούς τους με αφορμή τη συνεδρίαση του Εποπτικού Συμβουλίου στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Επίσης υπογράμμισε ότι ενδέχεται να είναι αναγκαία η προληπτική δράση, εν εξελίξει της τεχνολογικής επανάστασης που σαρώνει πολλούς επιμέρους τομείς του χρηματοοικονομικού κλάδου, ενώ τόνισε ότι το Next Generation EU, για να αποτελέσει μεταρρύθμιση-ορόσημο, θα πρέπει να μετατραπεί σε μόνιμο μηχανισμό, ο οποίος θα συνδυάζει τη δημοσιονομική κεντρική διαχείριση με την εποπτεία.
          Ειδικότερα ο κ. Γιάννης Στουρνάρας επισήμανε: «Η εικόνα είναι γνώριμη. Όλοι είμαστε υπερήφανοι για την ταχύτητα και τον συντονισμό με τον οποίο η ευρωζώνη ανταποκρίθηκε στην πρόσφατη πανδημία, κυρίως επειδή θεωρήθηκε συμμετρικός, εξωτερικός κλυδωνισμός. Αντιθέτως, λίγοι από εμάς θα ήταν υπερήφανοι για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι επιπτώσεις της Μεγάλης Χρηματοπιστωτικής Κρίσης στη ζώνη του ευρώ, κάτι που οφείλεται ιδίως στο γεγονός ότι ο αντίκτυπός της ήταν ασύμμετρος και επηρεάστηκε από εσωτερικούς παράγοντες. Και οι περισσότεροι από εμάς θα συμφωνούσαν ότι, μόλις υποχωρήσει ο άμεσος κίνδυνος μιας κρίσης, χάνεται η δυναμική, και οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις λιμνάζουν εξαιτίας των διαφορετικών εθνικών προτεραιοτήτων.
          Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο, βασικές πτυχές της τραπεζικής μας ένωσης παραμένουν μετέωρες· χωρίς αυτές όμως, δεν υπάρχει προοπτική προόδου προς την κατεύθυνση της περαιτέρω ολοκλήρωσης στη ζώνη του ευρώ.
          Δεν σας λέω κάτι νέο. Οι στρατηγοί που συναντήθηκαν στη Σαλαμίνα για να χαράξουν τη στρατηγική πριν από τη ναυμαχία μπορεί και να ένοιωθαν σαν στο σπίτι τους σε ορισμένες από τις συνεδριάσεις στις Βρυξέλλες ή τη Φρανκφούρτη — αν και θα παραπονιούνταν μάλλον για τον καιρό! Σε τελική ανάλυση, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ξεκίνησε από την ανάγκη για κοινή άμυνα κατά μιας απειλής που οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν υπαρξιακή, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έκτοτε, πρόοδος επιτυγχάνεται μόνο ως αντίδραση σε σειρά απειλών και κρίσεων. Αυτό ασφαλώς συνέβη και στις δύο περιπτώσεις που μόλις ανέφερα, που οδήγησαν σε σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ), που είναι ο λόγος που συγκεντρωθήκαμε απόψε εδώ.
          Η διαδικασία μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και των γεωστρατηγικών και ενεργειακών επιπτώσεών του για την Ευρώπη. Παρεμπιπτόντως, σε περίπτωση που συνεχιστεί αυτός ο τρομερός πόλεμος και οι κυρώσεις επεκταθούν στις εισαγωγές ενέργειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι μεγάλος καθαρός εισαγωγέας ενέργειας από τη Ρωσία και συνορεύει με την Ουκρανία, ενδέχεται να αντιμετωπίσει σοβαρούς κινδύνους για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ενσωματωθεί στα μοντέλα των προβλέψεών μας.
          Μπορούμε όμως να συνεχίσουμε να προχωρούμε με αυτό το μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο μεταρρυθμίσεις γίνονται μόνο όποτε προκύπτουν κρίσεις;
Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούμε. Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει. Όλοι έχουμε ακούσει να γίνεται λόγος για αποπαγκοσμιοποίηση. Προσωπικά, θεωρώ ότι ο όρος είναι κάπως παραπλανητικός, δεδομένου ότι οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης εξακολουθούν και σήμερα να είναι ισχυρές. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαρκώς αυξάνονται οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια και τη διαφοροποίηση στις αλυσίδες εφοδιασμού, γεγονός που τονίζει την ανάγκη ύπαρξης ενός αντίβαρου σε περιφερειακό επίπεδο. Και βέβαια αναφέρομαι στο γνωστό θέμα της ανοικτής στρατηγικής αυτονομίας. Σε πρόσφατη ομιλία της στο Peterson Institute, η Πρόεδρος Lagarde υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ώστε να επιτύχει σε έναν κόσμο όπου η παγκόσμια τάξη είναι πιο κατακερματισμένη», χάρη στη μεγάλη εσωτερική αγορά της και στην εμπειρία της στη διευθέτηση διαφορών μεταξύ χωρών. Αυτό ισχύει, μόνο που θα πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να καταστεί αποτελεσματικότερη η διαδικασία διευθέτησης διαφορών και η επίτευξη συναίνεσης.
          Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το μέλλον της οικονομίας μας.
Καθώς συνεχίζεται η λαϊκή δυσαρέσκεια και η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση, τίθενται υπό αμφισβήτηση ορισμένες από τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατικής, στηριζόμενης σε κανόνες, τάξης που θεωρούμε δεδομένη στη Δύση. Οι μεταρρυθμίσεις μέσα από κρίσεις, ιδίως όταν αυτές παρατείνονται από αντιδικίες μεταξύ των κρατών-μελών, όχι μόνο υπονομεύουν τον ρόλο της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή, αλλά επίσης αποδυναμώνουν την κοινωνική συνοχή, τροφοδοτώντας το αντιευρωπαϊκό αίσθημα και τις ακραίες τάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, δεν είμαι βέβαιος ότι έχουμε την πολυτέλεια – σε οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο – να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στον ίδιο μηχανισμό προώθησης των μεταρρυθμίσεων, δηλαδή μεταρρυθμίσεις ως αντίδραση σε καταστάσεις κρίσης. Σε μια πολυπολική και εν μέρει αποπαγκοσμιοποιημένη παγκόσμια τάξη, η ζώνη του ευρώ πρέπει να προνοεί και όχι να ενεργεί εκ των υστέρων. Αναμφίβολα, οι πιο πολλές από τις απαιτούμενες δράσεις είναι πολιτικής φύσεως και εμπίπτουν στην αρμοδιότητα θεσμών πέραν των κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών αρχών. Αλλά ας μην υποτιμούμε τον ρόλο που μπορούμε να διαδραματίσουμε.
          Κατ’ αρχάς, υπάρχουν αρκετοί τομείς χρηματοπιστωτικής ενοποίησης στους οποίους οι μεταρρυθμίσεις έχουν σταματήσει. Αν και δεν είναι αρμόζον να μιλάς για επαγγελματικά θέματα σε ένα δείπνο, επιτρέψτε μου να αναφερθώ αδρομερώς στα στοιχεία που όλοι γνωρίζουμε ότι λείπουν από την τραπεζική μας ένωση και την ένωση κεφαλαιαγορών. Η πρόσφατη επανεκκίνηση των διαδικασιών για τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά όχι το μόνο που κρίνεται απαραίτητο.
Τόσο η διαχείριση τραπεζικών κρίσεων όσο και οι διαδικασίες εξυγίανσης των τραπεζών χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, καθόσον μάλιστα τα υφιστάμενα συστήματα επιβάλλουν δυσανάλογες επιβαρύνσεις στα μικρότερα ιδρύματα, ενώ η κατάτμηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μεταξύ πολλών φορέων υπονομεύει την αποτελεσματικότητα. Ένας άλλος τομέας στον οποίο ενδέχεται να είναι αναγκαία η προληπτική δράση είναι η εν εξελίξει τεχνολογική επανάσταση που σαρώνει πολλούς επιμέρους τομείς του χρηματοοικονομικού κλάδου. Στο πλαίσιο αυτό, και πάλι, ο υπό συζήτηση κανονισμός MiCA χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, καθόσον μάλιστα πρόκειται για έναν τομέα στον οποίο η Ευρώπη θα μπορούσε να επιδιώξει να δημιουργήσει το επόμενο κύμα της «επίδρασης των Βρυξελλών», δηλαδή να καθορίσει πρότυπα και κανόνες που θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογή και αλλού.
          Ωστόσο, η πιθανή συμβολή μας υπερβαίνει τις άμεσες αρμοδιότητές μας.
Στο μέτρο που η θεσμική ανεξαρτησία μάς επιτρέπει να υιοθετήσουμε μια πιο μακροπρόθεσμη οπτική, οι κεντρικοί τραπεζίτες βρισκόμαστε σε πλεονεκτική θέση ώστε να ασκήσουμε πιέσεις για μια προσέγγιση με πιο μακροπρόθεσμο προσανατολισμό. Ας δούμε για παράδειγμα τον δημοσιονομικό φεντεραλισμό και την αμοιβαιοποίηση του χρέους, και τα δύο ιστορικώς αμφιλεγόμενα ζητήματα.
Πολλοί, συμπεριλαμβανομένου του σημερινού Καγκελαρίου της Γερμανίας, παρομοιάζουν την απόφαση για το Next Generation EU με τις ιστορικές αποφάσεις του Αλεξάντερ Χάμιλτον στις ΗΠΑ, ως μια ευκαιρία να συνδυαστεί η δημοσιονομική ικανότητα της ΕΕ με κοινούς πανευρωπαϊκούς κανόνες και όρους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το NGEU αποτελεί τεράστια ευκαιρία, όμως δεν παύει να είναι δομημένο ως προσωρινή αντίδραση στην κρίση. Για να αποτελέσει μεταρρύθμιση-ορόσημο, θα πρέπει να μετατραπεί σε μόνιμο μηχανισμό, ο οποίος θα συνδυάζει τη δημοσιονομική κεντρική διαχείριση με την εποπτεία. Αυτό βέβαια θα προκαλέσει τριβές, εντός και μεταξύ των κρατών-μελών, και θα απαιτήσει μεγάλους συμβιβασμούς, σαν αυτούς που χρειάστηκαν κατά την άφιξη του περσικού στόλου – ή σαν αυτούς που έγιναν για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας πανδημίας.
          Αυτό που θέλω να πω είναι πως δεν έχουμε την πολυτέλεια να χρονοτριβούμε. Πρέπει να προνοήσουμε και να δρομολογήσουμε εγκαίρως αυτές τις συζητήσεις, πρώτα με το δικό μας εθνικό ακροατήριο και τις κυβερνήσεις, οι οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν τις δημοσιονομικές προκλήσεις που θέτει η αύξηση του συνολικού χρέους. Δεν θα είναι εύκολες συζητήσεις και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα υπάρξουν στιγμές έντασης. Είναι όμως δική μας ευθύνη να διασφαλίσουμε ότι θα αρχίσουν εγκαίρως.»

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω