Του Γιώργου Σ. Ατσαλάκη*
Η πρόσφατη αύξηση των εμβολιασμών με την πρώτη δόση είναι πολύ ενθαρρυντική καθώς εντός των επόμενων δυο εβδομάδων θα αυξηθεί το ποσοστό των εμβολισμένων κατά 5% και θα φθάσει από το 61% που είναι σήμερα περίπου στο 66%. Θα ήταν πολύ σημαντικό μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου το ποσοστό των εμβολιασμένων να ξεπεράσει το 70%. Η αύξηση των εμβολιασμένων κατά 10% θα αποκλιμακώσει τα κρούσματα περίπου κατά 30% από τα υψηλά τους. Πρόσφατη δεκάμηνης διάρκειας έρευνα από το Τέξας των ΗΠΑ δείχνει ότι οι μη εμβολιασμένοι είχαν 45 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν από ότι οι πλήρως εμβολιασμένοι. Επίσης οι μη εμβολιασμένοι που νόσησαν, είχαν 40 φορές περισσότερες πιθανότητες να φύγουν από τη ζωή σε σχέση με τους εμβολιασμένους.
Γνωρίζουμε ότι τα εμβόλια είτε μπορεί να αποτρέψουν πλήρως την λοίμωξη ή μπορεί να μας προστατεύσουν από μία βαριά νοσηλεία. Επίσης μπορούν να μειώσουν την διασπορά της νόσου. Τα στοιχεία του Ισραήλ, το οποίο έχει προχωρήσει από πολύ νωρίς στην 3η δόση δείχνουν ότι περίπου το 90-96% προστατεύονται από την λοίμωξη. Επίσης πληθαίνουν τα στοιχεία και από άλλες χώρες τα οποία δείχνουν ότι με την 3η δόση μειώνεται κατά 95% η πιθανότητα νόσησης.
Ουσιαστικά η 3η δόση αυξάνει την αποτελεσματικότητα των εμβολίων από το 85% στο 95%, καθώς μειώνει το Re στο 3,61. Δηλαδή η τρίτη δόση συνεισφέρει ελάχιστα στην ανάσχεση της μετάδοσης της μετάλλαξης Δ καθώς το Re θα μειωθεί κατά 0,36 (3,97-3,61).
Εάν όμως το επόμενο διάστημα αυξηθεί το ποσοστό των εμβολιασμένων στο 70%, τότε το Re θα μπορούσε να μειωθεί στο 2,83 (7χ1-0,7χ0,85). Δηλαδή θα συνεισφέρει κατά 1,14 (3,97-2,83) στην μείωση της μετάδοσης Δ. Αυτό σημαίνει ότι μια στρατηγική επέκτασης των εμβολιασμών με στόχο το 70% θα είναι πάνω από 3 φορές (1,14:0,36=3,16) πιο αποτελεσματική στην μείωση της εξάπλωσης της μετάλλαξης Δ, έναντι της τρίτης δόσης στους ήδη εμβολιασμένους. Εάν δε οι εμβολιασμοί στοχεύσουν στις ηλικίες άνω των 60 ετών όπου υπάρχουν πολύ ανεμβολίαστοι και οι οποίοι έχουν υψηλότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε σημαντικές ανθρώπινες απώλειες.
Η 3η δόση όμως είναι πολύ σημαντική για να κρατηθεί «ενεργό» το ήδη εμβολιασμένο ποσοστό του πληθυσμού που έχει κλείσει ένα εξάμηνο από τότε που εμβολιάστηκε.
Σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα την 20η Νοεμβρίου στο 2,5% του πληθυσμού έχουν παρέλθει 9 μήνες από τον εμβολιασμό τους. Στο 2% έχουν παρέλθει 8 μήνες, στο 2,9% έχουν παρέλθει 7 μήνες και στο 9,1% έχουν παρέλθει 6 μήνες. Συνολικά για το 16,5% του πληθυσμού έχουν παρέλθει έξη μήνες από τον εμβολιασμό τους.
Ποσοστά εμβολιασμένου πληθυσμού πάνω από εξάμηνο έως την 20/11/21
|
|||||
9 μήνες |
8 μήνες |
7 μήνες |
6 μήνες |
Σύνολο |
Αριθμός πλήρως εμβολιασμένων |
2,5% |
2% |
2,9% |
9,1% |
16,5% |
1.7688.771 |
Ποσοστά εμβολιασμένου πληθυσμού πάνω από εξάμηνο έως την 31/12/21
|
|||||
9 μήνες |
8 μήνες |
7 μήνες |
6 μήνες |
Σύνολο |
Αριθμός πλήρως εμβολιασμένων |
2,9% |
5,9% |
10,4% |
16,2% |
35,4% |
3.788.906 |
Τα αντίστοιχα ποσοστά την 31/12/2021 θα είναι: στο 2,9% του πληθυσμού θα έχουν παρέλθει 9 μήνες από τον εμβολιασμό τους. Στο 5,9% θα έχουν παρέλθει 8 μήνες, στο 10,4% θα έχουν παρέλθει 7 μήνες και στο 16,2% θα έχουν παρέλθει 6 μήνες. Συνολικά για το 35,4% του πληθυσμού θα έχουν παρέλθει έξη μήνες από τον εμβολιασμό τους στο τέλος του έτους. Για να παραμείνει «ενεργό» αυτό το ποσοστό του 35.4% θα πρέπει να εμβολιαστούν με την 3η δόση αυτά τα 3.788.906 άτομα μέχρι το τέλος Ιανουαρίου. Το δε 16,5% θα έπρεπε ήδη να έχει κάνει την 3 δόση ή να την κάνει τον επόμενο μήνα με προτεραιότητα στα ευάλωτα άτομα και στου ηλικιωμένους.
Η σημασία να ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός αυτών των ατόμων με την 3η δόση είναι τεράστια. Ο μη έγκαιρος εμβολιασμός τους με την 3η δόση, θα ακυρώσει το σημαντικό όφελος της επέκτασης του ποσοστού των εμβολιασμένων. Δηλαδή ενδέχεται να αυξάνονται τα ποσοστά εμβολιασμένων που όλοι διακαώς επιθυμούμε, αλλά τα οφέλη να ακυρώνονται από τους «ανενεργούς» εμβολιασμούς.
Βασικός ρόλος των εμβολίων είναι να αποτρέψουν την βαριά νόσηση. Και πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία του Ισραήλ η προστασία από σοβαρή νόσηση σε όσους διαγνώστηκαν θετικοί ήταν περίπου 90% σε αυτούς που είχα κάνει δύο δόσεις και 97,5% σε όσους είχαν κάνει τρεις δόσεις.
*Ο Γιώργος Σ. Ατσαλάκης, είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης