Την καγκελάριο Angela Merkel υποδέχτηκε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο Μέγαρο Μαξίμου την Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021. Σημειώνεται ότι η επίσκεψη στην Αθήνα της κυρίας Merkel είναι η τελευταία ως καγκελάριος της Γερμανίας.
Ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης στη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου μίλησε για την σφραγίδα της καγκελαρίου στα ευρωπαϊκά δρώμενα επισημαίνοντας: «Κυρία Καγκελάριε, η σημερινή Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που γνωρίσατε την τελευταία δεκαετία. Δεν είναι πλέον μία εστία κρίσης και ελλειμμάτων, αλλά ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που προχωρά στη δυναμική ανάπτυξη, στη μείωση της ανεργίας και στον σχεδιασμό ενός καλύτερου αύριο.
Κάτι το οποίο αναγνωρίζουν πριν από όλους και οι δικοί σας συμπολίτες. Έτσι άλλωστε εξηγείται και η φετινή αύξηση των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμανία, παρά τα προβλήματα του Covid, κατά 20%. Έτσι εξηγείται το ενδιαφέρον των δεκάδων γερμανικών επιχειρήσεων να επενδύσουν εδώ. Έτσι εξηγούνται οι εξαγορές ελληνικών start-ups από γερμανικούς ομίλους, η σταθερή προτίμηση των ελληνικών προϊόντων στις αγορές της πατρίδας σας και βέβαια ο υπερδιπλάσιος αριθμός Γερμανών επισκεπτών που είχαμε αυτό το καλοκαίρι σε σχέση με πέρυσι.
Είναι αλήθεια ότι ούτε η Ευρώπη, ούτε η Ελλάδα έφτασαν εύκολα στο ξέφωτο της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Και οι δύο δοκιμάστηκαν από λάθος αποφάσεις που επέστρεψαν εναντίον τους μεταμφιεσμένες σε λαϊκισμό και δημαγωγία. Άλλωστε και εσείς η ίδια παραδεχθήκατε, με γενναιότητα, ότι ζητήσατε πολλά από τους Έλληνες τις ώρες που εκείνοι βίωναν την τρικυμία της οικονομικής τους κρίσης.
Ευτυχώς όμως ούτε η τυφλή ευρωπαϊκή λιτότητα, ούτε τα φθηνά δήθεν εθνικά συνθήματα άντεξαν. Η Ευρώπη απέδειξε ότι οι μεγάλες αποφάσεις την τοποθετούν πάντα στη σωστή πλευρά της Ιστορίας, ενώ και η Ελλάδα μπόρεσε να μετατρέψει σε ωριμότητα τα λάθη και τα τραύματα μιας περιόδου. Έτσι, η κοινοτική αλληλεγγύη από τη μία και ο αληθινός πατριωτισμός από την άλλη βγήκαν στο τέλος νικητές.
Σε όλο αυτό το διάστημα η Angela Merkel υπήρξε η φωνή της λογικής και της σταθερότητας και στο Βερολίνο, αλλά και στις Βρυξέλλες. Άδικη ίσως κάποιες φορές, όμως καθοριστική στις οριακές στιγμές που υψώθηκε, όπως το 2015, όταν απέναντι σε κορυφαίους Υπουργούς της αρνήθηκε τον εξοστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη. Μια μεγάλη επιλογή που είχε και τη δική της υπογραφή.
Το βάρος των πολιτικών αποφάσεων κρίνεται πάντα στη ζυγαριά της αναγκαιότητας κι έτσι η Ευρώπη των ασφυκτικών δημοσιονομικών πλαισίων εξελίχθηκε στην Ευρώπη της κοινής υγειονομικής άμυνας, της ενιαίας προμήθειας των εμβολίων και τελικά του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα χρηματοδοτήσει το μέλλον των λαών της.
Όλα αυτά έχουν επίσης το βάρος και της δικής σας στάσης, αγαπητή Angela, γιατί καθώς η Ευρώπη προχωρά με ομοφωνίες, γνωρίζει καλά ότι αυτές χτίζονται με συμφωνίες, συνεπώς και με συγκλίσεις που εξελίσσουν την πολιτική αλλά και τους πολιτικούς. Ήταν γενναία η αλλαγή στάσης της Καγκελαρίου για το ζήτημα του Ταμείου Ανάκαμψης. Είδε όμως τη μεγάλη αναγκαιότητα να προχωρήσει η Ευρώπη σε αυτό το βήμα για να μπορέσει να στηρίξει ειδικά τις πιο αδύναμες οικονομίες, που δοκιμάστηκαν από μία κρίση για την οποία δεν είχαν ουσιαστικά καμία πραγματική ευθύνη.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είχα την ευκαιρία να τα διαπιστώσω και προσωπικά στις Συνόδους Κορυφής. Εκεί που η Καγκελάριος αποδεικνύει ότι δεν έχει μόνο τη δύναμη να εισηγείται λύσεις αλλά και να τις αναδιαμορφώνει, προκειμένου αυτές να γίνουν λειτουργικές.
Όμως η μάχη κατά του Covid είχε και χρώμα γαλανόλευκο. Γιατί η Ελλάδα μπήκε πρώτη στη μάχη κατά της πανδημίας, αργότερα εισηγήθηκε το ψηφιακό πιστοποιητικό, οργάνωσε ένα καινοτόμο σύστημα εμβολιασμού και βέβαια και η χώρα μας πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Ευρωπαϊκού Ταμείου, ενώ στο ίδιο διάστημα πέτυχε, με τολμηρές μεταρρυθμίσεις, να επαναφέρει την δική της οικονομία σε τροχιά υγείας, σε τροχιά προόδου.
Δεν ήταν ένας εύκολος δρόμος. Πολύ περισσότερο όταν αυτός διασταυρωνόταν και με εθνικές προκλήσεις. Πότε με ασύμμετρες επιθέσεις, όπως αυτές στον Έβρο και στο Αιγαίο, με τις παράνομες ροές των μεταναστών από την Τουρκία. Και πότε με ανοιχτές κρίσεις, όπως με την επιθετικότητα των γειτόνων μας το περασμένο καλοκαίρι. Μια ένταση που δυστυχώς διαρκεί με στόχο -πιστεύω- πλέον την Ευρώπη και ολόκληρη τη Δύση.
Γνωρίζω, κυρία Καγκελάριε, και είχαμε πολλές πολύ ειλικρινείς συζητήσεις για το θέμα αυτό, τη δική σας σταθερή θέση υπέρ του διαλόγου και της εκτόνωσης των εντάσεων. Και εγώ αγωνίζομαι -και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι- για να κρατώ πάντα ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας. Φοβάμαι, όμως, ότι συχνά η Δυτική ψυχραιμία ενθαρρύνει την τουρκική αυθαιρεσία. Και ότι είναι καιρός οι ευρωπαϊκές αρχές να μετουσιωθούν σε ευρωπαϊκή πολιτική και κυρίως σε ευρωπαϊκή πρακτική απέναντι σε όσους την προσβάλλουν, γιατί όπως λέμε στην Ελλάδα, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Από την πλευρά της, θα το ξαναπώ, η Ελλάδα θέλει μόνο φίλους. Και το αποδεικνύει υπογράφοντας συμφωνίες συνεργασίας με όλα τα φιλειρηνικά κράτη της περιοχής. Επιθυμεί τις καλές σχέσεις, ασφαλώς και με τους γείτονες μας, πάντα με γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας. Όμως δεν ανέχεται ούτε απειλές, ούτε αμφισβητήσεις των δικαιωμάτων της. Η θέση μου, νομίζω, είναι σαφής και κρυστάλλινη.
Τα ζητήματα αυτά θα απασχολήσουν, ασφαλώς, το επόμενο διάστημα και τη νέα ηγεσία της χώρας σας. Μαζί της προσδοκώ να διευρύνω τις ήδη πολύ δυναμικές διμερείς μας σχέσεις, αντιμετωπίζοντας και τις όποιες πολύπλοκες εκκρεμότητες έρχονται από το παρελθόν. Κυρίως όμως, να σχεδιάσουμε μαζί το μέλλον μιας νέας, ανεξάρτητης και ισχυρής Ευρώπης.
Όπως έχετε πει κι εσείς, η λιτότητα δεν μπορεί να είναι η απάντηση σε όλα. Και αυτό αποτελεί μια χρήσιμη παρακαταθήκη στον προβληματισμό για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, ώστε οι παλιές αστοχίες να μετουσιωθούν σε νέες ευκαιρίες. Ενώ, κατά την άποψη μας, και το γαλλογερμανικό σύμφωνο και η συνθήκη αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής Ελλάδος – Γαλλίας μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να συγκροτήσουν το πρόπλασμα μίας ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας.
Στους δύο αυτούς πυλώνες μπορεί νομίζω να στηριχθεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα των επόμενων δεκαετιών, βαθαίνοντας τη δημοκρατία και περιορίζοντας τις ανισότητες στο εσωτερικό του. Αλλά και απλώνοντας την επιρροή του πια σε υπερεθνικά πεδία, όπως είναι η κλιματική κρίση και το μεταναστευτικό.
Προβλήματα επίκαιρα όσο και οι νέοι ενεργειακοί δρόμοι σε ένα παγκόσμιο χάρτη συμφερόντων που ξανασχεδιάζεται.»