Ο πληθωρισμός και ο τουρισμός

των Γιώργου Ατσαλάκη & Ιωάννας Ατσαλάκη

Η ξαφνική απότομη άνοδος του πληθωρισμού των τιμών καταναλωτή στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, με τις κεντρικές τράπεζες να είναι είναι απρόθυμες να περιορίσουν το κόστος της πίστωσης από φόβο μήπως αποτρέψουν την οικονομική ανάκαμψη μετά την Covid ή θέσουν σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά αρχίζουν και προβληματίζουν.
Η έλλειψη αντίδρασής των κεντρικών τραπεζών δεν παραλείπει να επαναφέρει στην μνήμη τον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 όπου ο μέσος πληθωρισμός ήταν περίπου 15% στις βιομηχανικές χώρες, για τον οποίο συχνά θεωρούνται υπεύθυνες οι κεντρικές τράπεζες.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά, και ακόμη περισσότερο μετά το πετρελαϊκό σοκ του 1973, οι κεντρικές τράπεζες άφησαν τον πληθωρισμό να ξεφύγει πριν τον καταπολεμήσουν δραστικά σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα βυθίζοντας τις οικονομίες σε κρίση. Αλλά αυτή η παρατήρηση μας λέει λίγα για τους λόγους που τους οδήγησαν σε αυτές τις επιλογές, και ακόμη λιγότερο για τις πηγές του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Είναι αληθές ότι οι νομισματικές πολιτικές ήταν μια από τις αιτίες του μεγάλου πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Είναι προφανές ότι η ιστορία θα ήταν διαφορετική αν οι κεντρικές τράπεζες είχαν αποφασίσει στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να ακολουθήσουν μια σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική όπως έκαναν δέκα χρόνια αργότερα. Μια ματιά στους νομισματικούς στόχους και στις προβλέψεις εκείνης της εποχής αποκαλύπτει ότι αισθάνονταν άνετα με διψήφιο πληθωρισμό για αρκετά χρόνια, ακόμη και όταν δήλωσαν ότι ήθελαν να περιορίσουν προσωρινά τις αυξήσεις των τιμών.
Από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η καταπολέμηση του πληθωρισμού ήταν κύριο μέλημα των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων. Μετά την εισαγωγή των σχημάτων νομισματικής σταθεροποίησης στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι πληθωριστικές πιέσεις είχαν αυξηθεί σταθερά, λόγω γεωπολιτικών γεγονότων όπως ο πόλεμος της Κορέας (1951-1953) ή η οικονομική ανασυγκρότηση.
Οι κεντρικές τράπεζες αύξαναν ή μείωναν τις πιστώσεις για να πιέσουν για ανασυγκρότηση και εκβιομηχάνιση σεβόμενοι τον στόχο του συγκρατημένου πληθωρισμού. Ο μέτριος πληθωρισμός –όπως και η ανάπτυξη– θεωρήθηκε απαραίτητος για τη νομιμότητα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία καθώς και για τη σταθερότητα του διεθνούς νομισματικού συστήματος.
Οι κεντρικές τράπεζες στη Δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική γνώριζαν και μπορούσαν να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό. Ο κύριος λόγος για τον οποίο σταμάτησαν να το κάνουν στη δεκαετία του 1970 ήταν η τυχόν αύξηση της ανεργίας.
Ο πληθωρισμός είναι το αποτέλεσμα μιας αποδιοργάνωσης της αλυσίδας παραγωγής και της κατανομής κεφαλαίων που οδηγεί σε κλαδικές ελλείψεις. Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν αναμφίβολα ένας σημαντικός πληθωριστικός παράγοντας, αλλά η επίδρασή της ήταν προσωρινή και δεν μπορεί να εξηγήσει την άνοδο των τιμών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας. Αλλά η αύξηση των τιμών του πετρελαίου προανήγγειλε μια νέα εποχή κατά την οποία οι τιμές παραγωγού θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως γεωπολιτικό όπλο. Επί πλέον η εξέλιξη των μορφών ζωής δημιουργεί επίσης νέους τύπους αναγκών, χωρίς η παραγωγή να προσαρμόζεται αρκετά γρήγορα.
Οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις επιμείνουν, και αξίζει να θυμόμαστε ότι ο πληθωρισμός έχει και άλλες πηγές εκτός από τη νομισματική πολιτική. Ο παρών πληθωρισμός οφείλεται και στις τιμές κόστους παραγωγής, είναι δηλαδή και πληθωρισμός κόστους παραγωγής και συνυπάρχει με τον πληθωρισμό ζήτησης που δημιουργεί η νομισματική πολιτική.
Στον τουρισμό, μετά από δυο συνεχόμενα καλοκαίρια με ταξιδιωτικούς περιορισμούς λόγω πανδημίας, η φετινή χρονιά εδώ και καιρό προδιαγράφεται πολύ αισιόδοξη. Ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, δηλώνει πως φέτος θα κάνει διακοπές, και μάλιστα σε σημαντικό ποσοστό στο εξωτερικό, και πως θα τολμήσει να ταξιδέψει με αεροπλάνο αψηφώντας την πανδημία.
Η υποχώρηση όμως της πανδημίας φέρνει ένα άλλο παράγοντα που θα δυσκολέψει τον τουρισμό: τον πληθωρισμό. Ο αυξανόμενος πληθωρισμός, και κυρίως οι τιμές της ενέργειας, που επηρεάζει το κόστος των διακοπών σε όλα τα επίπεδα, φαίνεται να αποτελεί σοβαρό παράγοντα, ανησυχίας ενώ εκτοξεύει και την ταξιδιωτική δαπάνη στα ύψη.
Το 2019, ο τουρισμός αντιπροσώπευε το ένα δέκατο του παγκόσμιου ΑΕΠ και θέσεων εργασίας, αλλά η πανδημία του κορωνοϊού αποδεκάτισε τη βιομηχανία των 9,6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μειώνοντας στο μισό την αξία παραγωγής της και αφήνοντας 62 εκατομμύρια ανθρώπους άνεργους.
Το 2022 η ανάκαμψη θα είναι τόσο εντυπωσιακή που θα ανακάμψει πολύ δυναμικά εφόσον όλες οι κυβερνήσεις ανοίξουν ξανά τα σύνορα τους. Η πολιτική «μηδενικού COVID» της Κίνας και τα επίμονα lockdown έχουν διαταράξει το παγκόσμιο εμπόριο και τα εγχώρια και διεθνή ταξίδια.
Το ΑΕΠ της ταξιδιωτικής και τουριστικής βιομηχανίας φαίνεται να αγγίζει τα 8,35 τρισεκατομμύρια δολάρια φέτος και τα 9,6 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023, μια επιστροφή στο προ πανδημίας επίπεδο.
Οι θέσεις εργασίας στον τουρισμό προβλέπεται να ανακάμψουν σε 300 εκατομμύρια φέτος και 324 εκατομμύρια το 2023, κοντά στα 333 εκατομμύρια που παρατηρήθηκαν το 2019.
Σε σύγκριση με τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, τα ταξίδια έχουν καθυστερήσει στην Ασία-Ειρηνικό λόγω των αυστηρών συνοριακών περιορισμών σε πολλές χώρες. Στη Νοτιοανατολική Ασία, οι ταξιδιώτες επιστρέφουν πλέον στα αεροπλάνα καθώς αίρονται οι κανόνες καραντίνας για την είσοδο στην περιοχή και για τον COVID-19. Ωστόσο, η πλήρης ανάκαμψη θα είναι αργή.
Όμως ο πληθωρισμός και το κύμα ακρίβειας ίσως φέρει σε αμφισβήτηση την πλήρη ανάκαμψη του τουρισμού και το 2023.

Πηγή 12ο Τεύχος ΚΡΗΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σχετικά άρθρα

Ξεκινήστε να γράφετε τον όρο αναζήτηση επάνω και πατήστε enter για Αναζήτηση. Πατήστε ESC για ακύρωση.

Επιστροφή επάνω